Εκθεση-μύηση στο ατελιέ του δημιουργού Λούσιαν Φρόιντ, με έργα του και φωτογραφίες, παρουσιάζεται στο Παρίσι
- Της Βανεσσας Θεοδωροπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 18 Aπριλίου 2010
Επιστροφή στο ατελιέ του ζωγράφου. Η σαγηνευτική εικόνα του μποέμ καλλιτέχνη που ζει εκτός τόπου και χρόνου, τρέφεται με μπογιές και ποίηση και παλεύει νύχτα μέρα με τις μορφές, αναδύεται μπροστά μας. Καμία πρωτοποριακή θεωρία περί υπέρβασης των «καλών τεχνών» και της αναπαράστασης, κανένας εννοιολογισμός δεν θα καταφέρει ποτέ να ραγίσει αυτόν τον μύθο, η πεποίθηση ότι αυτός και μόνο είναι πραγματικός καλλιτέχνης, παραμένει βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των περισσοτέρων. Εξ ου και οι φιλονικίες περί της «νομιμότητας» ή μη της σύγχρονης τέχνης, η συζήτηση περί της «επιστροφής» της ζωγραφικής κ.ο.κ. Ενας τρόπος για να παρακάμψει κανείς τέτοιου είδους κάθε άλλο παρά ανώδυνες φιλονικίες, και τις ιδεολογικές προεκτάσεις τους, είναι η επιστροφή σε αυτοαναφορικές αξίες και κριτήρια όπως η «ιδιαιτερότητα» ή η «μοναδικότητα» ενός έργου τέχνης. Το κατά πόσο ανταποκρίνεται στις προαναγγελθείσες προθέσεις του δημιουργού του, μας «αγγίζει» και μας προσφέρει το περίφημο ταξίδι - ενδοσκόπηση στον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη ή τον δικό μας.
Κάπως έτσι καλούμαστε να «μυηθούμε» στο ατελιέ του ζωγράφου Λούσιαν Φρόιντ, θέμα μιας αριστοτεχνικά στημένης έκθεσης που παρουσιάζεται στο Μπομπούρ έως τέλη Ιουλίου. Οι φράσεις του εγγονού του πατέρα της ψυχανάλυσης που μας καθοδηγούν στους τέσσερις σταθμούς της διαδρομής, τα δύο ταινιάκια και οι φωτογραφίες του Tim Meara και του David Dawson, βοηθού του ογδονταοχτάχρονου σήμερα καλλιτέχνη, στήνουν το πορτρέτο ενός ζωγράφου που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, παλεύοντας να πλάσει έναν δικό του μοναδικό κόσμο, κατ’ εικόνα αλλά όχι και καθ’ ομοίωση του πραγματικού. Εναν κόσμο ακραία ρεαλιστικό αλλά καθόλου εξπρεσιονιστικό, όπου τα σώματα «υπάρχουν» για δεύτερη φορά απαθανατισμένα, γυμνά κι ακίνητα όπως τα είδε, αλλά χωρίς συναίσθημα. «Θέλω να ενσαρκώσω τα μοντέλα μου όπως ένας ηθοποιός ενσαρκώνει το πρόσωπο που υποδύεται», διαβάζουμε στον τοίχο, «[να δείξω] μια εντατικοποιημένη πραγματικότητα», «αυτό που με ενδιαφέρει στους ανθρώπους είναι η ζωώδης πλευρά τους (...)». Με άλλα λόγια η φθορά και η ατέλεια, η σάρκα αυτή καθαυτή ως καθρέπτης, όχι όμως της ψυχής, αλλά της ίδιας της ζωής ως πορεία προς την παρακμή.
Στις πρώτες δύο ενότητες της έκθεσης, αφιερωμένες στους «Εσωτερικούς χώρους» και τις «Αυτοπροσωπογραφίες» του καλλιτέχνη, το βλέμμα μας αιχμαλωτίζει η εντυπωσιακά ρεαλιστική αναπαράσταση των μορφών, η παράξενη προοπτική, η υφή του πίνακα. Τα πρόσωπα, ηθοποιοί αυτού του παράξενου θεάτρου της σκληρότητας, μοιάζουν να γλιστρούν στο κεκλιμένο πάτωμα του δωματίου, προτού παγώσουν σε γκρο πλαν. Χέρια και πόδια κρέμονται από τα κρεβάτια ή ακουμπούν στο στήθος, μισάνοιχτα στόματα προδίδουν βουβές αναπνοές, ένας σκύλος εδώ, μία γλάστρα εκεί.
Η αινιγματική εικόνα που ανοίγει την έκθεση, με τίτλο «Το Δωμάτιο του Ζωγράφου» (1944), φέρει τον απόηχο ενός έντονου (αλλά και ουδέποτε δηλωμένου απ’ όσο ξέρω) υπερεαλιστικού πνεύματος: Ενα κεφάλι ζέμπρας εισχωρεί από το παράθυρο ενός δωματίου με αποκλειστική επίπλωση έναν καναπέ-ντιβάνι, ένα φυτό πίσω από το ντιβάνι, και στο πάτωμα πεσμένα, ένα καπέλο κι ένα μαντίλι...
Οταν ο Λούσιαν Φρόιντ ζωγραφίζει αυτό το παράξενο δωμάτιο, είναι 22 χρόνων. Εχει μόλις εγκατασταθεί σε ένα μεγάλο ατελιέ στο Paddington, λαϊκή συνοικία του Λονδίνου κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς. Την επόμενη χρονιά θα γνωρίσει τον Φράνσις Μπέικον με τον οποίο θα διατηρήσει μια σταθερή επαφή μέχρι τη δεκαετία του ’70. Το 1946, σε ένα πέρασμα από το Παρίσι, ο ζωγράφος θα γνωρίσει τον Πικάσο και τον Τζιακομέτι, ενώ αμέσως μετά θα εγκατασταθεί για πέντε μήνες στον ελληνικό Πόρο, μαζί με τον ζωγράφο John Craxton. Στο Paddington θα παραμείνει για τριάντα ολόκληρα χρόνια, οπότε θα μετακομίσει σε ένα άνετο λοφτ στο Holland Park και εν τέλει στο σημερινό του σπίτι στο Notting Hill. Δίπλα στα πολυάριθμα Interiors (Εσωτερικοί χώροι) της πρώτης ενότητας, κάποια αστικά τοπία ή θέες του κήπου του ατελιέ του από το παράθυρο (διάλογος με τη ζωγραφική του Constable σύμφωνα με τους ειδικούς), προσδίδουν μια πράσινη αλλά και αρκετά κιτς τολμώ να πω νότα στην ατμόσφαιρα.
Η δεύτερη ενότητα της έκθεσης, αφιερωμένη στις πολυάριθμες αυτοπροσωπογραφίες του Λούσιαν Φρόιντ, φέρει τον διφορούμενο τίτλο «R�lexion: οι αυτοπροσωπογραφίες». Παίζοντας με τις δύο σημασίες της λέξης r�lexion στα γαλλικά όπως και στα αγγλικά (reflection), στοχασμός και αντανάκλαση, ο Φρόιντ συμπεριφέρεται στην εικόνα του με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφέρεται και σε εκείνες των μοντέλων του. Ενας «στοχασμός», πόσω μάλλον ένας «αναστοχασμός», δεν είναι παρά μια «αντανάκλαση» για τον ζωγράφο, η θέα του ειδώλου μας στον καθρέπτη.
Στον διάσημο πίνακα Reflection with two Children (1965), που χρησιμοποιήθηκε και για την αφίσα της έκθεσης, ο ζωγράφος αναπαριστά τον εαυτό του ιδωμένο από χαμηλά, ενώ στο μπροστινό και κάτω μέρος του πίνακα, δύο παιδιά μάς κοιτούν σαν από κάποιο παράθυρο.
Ο ματιερισμός (έμφαση στην υλική διάσταση της ζωγραφικής) του Φρόιντ συναγωνίζεται σε ένταση τον μανιερισμό του, ενώ αναρωτιέμαι πόση ειρωνεία μπορεί να χωρέσει σε έναν πίνακα με τίτλο The Painter Surprised by a Naked Admirer (2004-2005): μια γυμνή γυναίκα στο πάτωμα αρπάζει ικετευτικά το πόδι του ζωγράφου που στέκει επιβλητικός στη μέση του ατελιέ. Οι τοίχοι του δωματίου είναι καταλερωμένοι από μπογιές, ενώ σε έναν πίνακα μέσα στον πίνακα επαναλαμβάνεται σε αντανάκλαση η ίδια σκηνή στο άπειρο.
Στις επόμενες αίθουσες σειρά έχουν οι «Επαναλήψεις», μια σειρά από προσωπικές αναγνώσεις γνωστών έργων μεγάλων ζωγράφων, όπως ο Chardin, ο C�anne ή ο Constable. Η φράση του καλλιτέχνη που κοσμεί την εντυπωσιακή αυτή αίθουσα είναι για μιαν ακόμα φορά εύγλωττη: «Η τέχνη προέρχεται από την τέχνη».
Ο υποβόσκων ακαδημαϊσμός του Φρόιντ φτάνει εδώ στο απόγειό του, με κορυφαία έκφραση έναν εντυπωσιακό πίνακα που «ξαναπαίζει» ένα νεανικό έργο του Σεζάν με τίτλο «Το απόγευμα στη Νάπολη» (1872-1875) σύμφωνα με τους «φροϊδικούς» κανόνες: ο χώρος του δωματίου διαστέλλεται και ξεγυμνώνεται όπως και η υπηρέτρια που φέρνει στο ξαπλωμένο στο πάτωμα (αντί του κρεβατιού) ζευγάρι τον δίσκο με τον καφέ, ο άντρας (ζωγράφος) γυρνάει την πλάτη του στη γυναίκα (μοντέλο). Στη θέση του τρυφερού χαδιού (Σεζάν), η μελαγχολική πόζα του «ταραγμένου» δημιουργού (Φρόιντ). Η θεατρικότητα, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της ζωγραφικής του Λούσιαν Φρόιντ, κερδίζει τις εντυπώσεις και στην τέταρτη και τελευταία ενότητα αυτής της έκθεσης, με τον εμβληματικό τίτλο «Σαν τη σάρκα: σκηνογραφίες και σύνθεση».
Εδώ, τους τοίχους και το βλέμμα μας ξεχειλίζουν και πάλι σώματα, εκτεθειμένα στο πάτωμα, στο κρεβάτι ή στον καναπέ. Παραμορφωμένα από τα παχιά στρώματα μπογιάς που συνθέτουν την ύλη τους, ζαρωμένα, με πρησμένα και συχνά δυσανάλογα άκρα, με κόκκινες και γκρίζες αποχρώσεις σαν μελανιές, μας τρομάζουν με την «ασχήμια» τους. Για να αναπαραστήσει τη σάρκα ο Λούσιαν Φρόιντ χρησιμοποιεί μια ειδική «πάστα», το άσπρο Cremnitz.
Κανένα προσχέδιο, απουσία σύνθεσης, σκηνοθεσία. Παρατηρώντας λίγο πριν από την έξοδο το ολόσωμο πορτρέτο του καλτ Αγγλου γκέι περφόρμερ Leigh Bowery, όρθιου σαν άγαλμα πάνω σε ένα τραπέζι-βάθρο, ή τη θλιβερή γύμνια της υπερτραφούς Big Sue στον καναπέ, μια και μόνο σκέψη στριφογυρίζει στο μυαλό μου: ο «κόσμος» του Λούσιαν Φρόιντ, καρπός προσεκτικής και πολύωρης «παρατήρησης» της πραγματικότητας, είναι περισσότερο κι από φοβερός τρομερός και «έντονος», εφιαλτικά άψυχος. Τερατώδης.
Ιδρυτικό μέλος της Σχολής του Λονδίνου
Ο Λούσιαν Φρόιντ γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1922 στο Βερολίνο. Ο πατέρας του, Ernst Ludwig Freud, είναι ο νεότερος γιος του Σίγκμουντ Φρόιντ, ενώ η μητέρα του Lucie Freud, κόρη ενός εμπόρου δημητριακών.
Το 1934, η εβραϊκή οικογένεια Φρόιντ, ενόψει της ανόδου του ναζισμού, εγκαταλείπει τη Γερμανία για την Αγγλία. Οι τρεις γιοι Φρόιντ φοιτούν σε ένα προοδευτικό σχολείο του Ντέβον, το Darlington Hall School, και στη συνέχεια σε ένα άλλο πιο κλασικό λύκειο του Ντόρσετ.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1939 ο Σίγκμουντ Φρόιντ πεθαίνει στο Λονδίνο. Την ίδια χρονιά, ο δεκαεπτάχρονος Λούσιαν αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα και γράφεται στην East Anglian School of Painting and Drawing στο Dedham, μια μικρή πόλη βορειοανατολικά του Λονδίνου.
Θα παντρευτεί δύο φορές, το 1948, την Kitty Garman, κόρη του γλύπτη Jacob Epstein, και το 1953 τη συγγραφέα Caroline Blackwood (1931-1996). Το 1954 ο Λούσιαν Φρόιντ επιλέγεται μαζί με τους Φράνσις Μπέικον και Μπεν Νίκολσον να εκπροσωπήσουν τη Μεγάλη Βρετανία στην XXVIIη Μπιενάλε της Βενετίας.
Μαζί με τους Μπέικον, Michael Andrews, Frank Auerbach, Leon Kossoff, Graham Sutherland και μια πενηνταριά ακόμα καλλιτέχνες που εργάζονται στη βρετανική πρωτεύουσα, συστήνουν τη λεγόμενη «Σχολή του Λονδίνου».
- Λούσιαν Φρόιντ, «Το Ατελιέ» Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Παρίσι έως 19.7.2010