Η αναδρομική έκθεση για τον Χένρι Μουρ (1898-1986), που πραγματοποιείται -για έξι ολόκληρους μήνες- στο Λονδίνο δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη που έχει γίνει μέχρι σήμερα. Το σημαντικότερο είναι ότι μας προτείνει να εντάξουμε αυτό το έργο σε αυτήν την ταραγμένη περίοδο του εικοστού αιώνα, στην οποία είναι παρόντα το τραύμα του πολέμου, η έλευση της ψυχανάλυσης, οι νέες ιδέες πάνω στη σεξουαλικότητα, η πρωτόγονη τέχνη και ο σουρεαλισμός. Να το διαβάσουμε, επίσης, μέσα από τον σκοτεινό ερωτισμό του Ζωρζ Μπατάιγ, αλλά και την εξίσου σκοτεινή ποίηση του Έλιοτ.
Μέσα σε ένα κλίμα ανήσυχο και εσωστρεφές, το έργο του Μουρ μάς θυμίζει τις ασελγείς, παράλογες και βίαιες πλευρές του ασυνείδητου. Αναδύεται μια πραγματικότητα που καλεί μέσα από τις εκφράσεις του σώματος να παρουσιάσει ένα εσωτερικό γεμάτο επιθυμίες, τρωτά σημεία και προ-γλωσσικές μνήμες. Γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό το έργο παρά ως μια επιστροφή στο χθόνιο και σε ένα σώμα που είναι όλο και λιγότερο «αντικείμενο παρουσίασης» και περισσότερο θέμα για μια ψυχολογική έρευνα. Στο έργο Suckling Child του 1930 το σώμα της μητέρας έχει συρρικνωθεί σε ένα «καλό στήθος» και σε ένα «κακό», σύμφωνα με την έννοια που δίνει η Μέλανι Κλάιν σε αυτό. Η άμορφη μητέρα είναι απλώς μια περιοχή με μαστούς για να εκπληρώσει τις ασελγείς απαιτήσεις του παιδιού. Έχει συνδεθεί ο Μουρ με το κλασικό μοτίβο της μητέρας με το παιδί. Αλλά, συχνά, η μητέρα κοιτάζει μακριά σαν να θέλει να ξεφύγει, ενώ το παιδί φαίνεται τερατώδες. Άλλοτε γίνεται ένα ανησυχητικό πέος ή ένα φίδι όπως στη μακέτα του 1952.
Επηρεασμένος από τον αφορισμό του Roger Fry περί της τυραννίας της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, ο Μουρ διακήρυττε πως η συμμετρία είναι θάνατος, αφού τίποτε ζωντανό δεν είναι τέλεια συμμετρικό. Απαιτούσε από τον σύγχρονο γλύπτη να βγάλει από τα μάτια του τα ελληνικά γυαλιά. Όπως και ο Τζιακομμέτι την ίδια περίοδο, ο Μουρ θέλει να δημιουργήσει φόρμες που να ενσαρκώνουν τον κατακερματισμό και το άγχος και οι οποίες δεν αποτελούσαν μέρος της κλασικής παράδοσης, αλλά σύμβολα του ερωτισμού, του παραλογισμού και της δυσαρμονίας. Χρειάζεται μια μη δυτική τέχνη ώστε να αποκτήσει την ώθηση για μια γλυπτική που την έβλεπε ως μετατοπιζόμενα επίπεδα μάζας -μια γλυπτική που να περικλείει τη ζωτικότητα και να είναι ικανή να μεταδώσει την ακεραιότητα του υλικού ακόμα και εάν αυτό είναι πρησμένο, καμπουριασμένο ή διαμελισμένο.
Ο Μπρανκούζι ανακάλυψε την απλοποιημένη φόρμα. Έκανε τους ανθρώπους να κοιτάνε τον όγκο γι' αυτό που είναι και τότε ο θεατής βλέπει τη μορφή του αυγού, της ωοειδούς φόρμας και μια συμπαγή φόρμα. Ο Μουρ προχωρά πιο πέρα: ανοίγει τη γλυπτική, δημιούργησε ανοιχτές προοπτικές με θέα μέσα από το γλυπτό, διατηρώντας την ουσία του όγκου της πέτρας. Τα έργα του αποδεικνύουν το έντονο ενδιαφέρον του για τη σχέση μεταξύ μορφής και φύσης. Οι καθισμένες ή ανακλημένες φιγούρες, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, η μητέρα και το παιδί, το κεφάλι, παίρνουν όλα την ίδια μεταχείριση στο ζήτημα της ομοιογένειας της φόρμας. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα φίδι, έναν τραυματισμένο στρατιώτη και ένα μωρό που θηλάζει το στήθος. Συνήθιζε να λέει: «Θυμίσου τα βότσαλα στην παραλία», η φύση επιδεικνύει ένα ατέλειωτο ρεπερτόριο από μορφές και όγκους.
Η οδυνηρή ευπάθεια του ανθρώπινου σώματος δεν είναι πουθενά αλλού καλύτερα εκφρασμένη παρά στα σχέδια του μετρό που κάνει ο Μουρ στη διάρκεια των βομβαρδισμών του Λονδίνου. Στα σχέδια αυτά υπάρχει μια ψυχολογική ένταση μέσα στα ομαδικά συμπλέγματα με τις αποξενωμένες μορφές που τις έχει τοποθετήσει η μοίρα σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιεί συμπληρωματικά και αντιθετικά χρώματα, όπως το ιώδες και το κίτρινο, το πορτοκαλί και το μαύρο, το ροζ και το πράσινο, για να τονίσει τη ψυχολογική ένταση. Άλλωστε οι φόρμες σε αυτά τα προσχέδια αποτελούν τα μελλοντικά του έργα.
Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος, Η ΑΥΓΗ: 28/04/2010
No comments:
Post a Comment