Saturday, April 10, 2010

Δεν ήμασταν περιθώριο, αλλά κέντρο του κόσμου


Η διάσημη φωτογράφος Ναν Γκόλντιν επιχειρεί αναδρομή σε μιαν άλλη εποχή

Της Mαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11/04/2010

Η φωτογράφος Ναν Γκόλντιν είναι σταρ. Με τον τρόπο της. Την ημέρα που δώσαμε ραντεβού στην γκαλερί της Ρεβέκκας Καμχή δεν είχε διάθεση να βγει από το δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Υστερα από 2 ώρες αναμονής στο λόμπι, τη συνάντησα επιτέλους από κοντά. Φορούσε τζιν με λερωμένα μπατζάκια, ανδρικές κάλτσες, γόβες, μαύρες πέρλες στο λαιμό και ένα ρολόι Cartier. Κάπνιζε συνεχώς, οι στάχτες έπεφταν ή πάνω στα ρούχα της ή στο pony skin χαλί της σουΐτας. Μιλούσε αργά, σαν να έκανε μια προσωπική, ιερή εξομολόγηση για εκείνα τα άγρια χρόνια του ’70 και του ’80, τότε που φωτογράφιζε ανθρώπους στην κόψη του ξυραφιού, χρήστες ναρκωτικών και τρανσέξουαλ, καθιερώνοντας φωτογραφική «σχολή». Με τα χρόνια, η δουλειά της γλύκανε. Τώρα παρουσιάζει στην Αθήνα, μια ενότητα λήψεων με παιδιά, σε πόζες τρυφερές και παιχνιδιάρικες, που αφήνουν εντελώς διαφορετική επίγευση στον θεατή.

Ως αυθεντική σταρ, η Γκόλντιν έχει πιστό κοινό. Στην ομιλία της πριν από μερικές εβδομάδες στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, ο κόσμος γέμισε την αίθουσα και απλώθηκε μέχρι τα σκαλιά του επάνω ορόφου. Εκείνη εμφανίστηκε περιποιημένη, φλέρταρε με το κοινό με εκείνο το στραβό χαμόγελο και το διαπεραστικό βλέμμα, δέχθηκε ερωτήσεις για τη φωτογραφία, τις γκέι-στρέιτ σχέσεις, την κοσμοθεωρία της. «Ποτέ δεν έχω φωτογραφίσει ανθρώπους να κάνουν κάτι που δεν έχω κάνει και εγώ η ίδια», απαντούσε με την συμπόνια και τη σοφία κάποιου που γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή. Η δική μας κουβέντα ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη, όταν πέθαινε το punk και γεννιόταν το new wave. «So fucking long ago”, όπως σχολίασε και η ίδια πριν ξεκινήσει το flash back της σε μιαν άλλη εποχή.

«Η Νέα Υόρκη που εγώ γνώρισα δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή. Τότε, στο Μπάουερι, νοικιάζαμε σπίτια με 70 δολάρια το μήνα. Τώρα, έχουν γίνει ξενοδοχεία με εκατοντάδες δολάρια τη βραδιά. Ετσι, λοιπόν, όταν ακούω ότι το New Museum απέκτησε νέα αστραφτερή στέγη εκεί, αηδιάζω. Ξαφνικά έγινε σημείο αναφοράς σε μια συνοικία, που έχασε την παλαιά της ταυτότητα, το μποέμ πνεύμα και μπήκε στη φορμόλη του πλούτου. Τα καταφύγια για αστέγους εξαφανίστηκαν και τώρα σκοντάφτεις επάνω σε eurotrash τουρίστες. Αυτό που μου λείπει περισσότερο από εκείνη την περίοδο της δεκαετίας του ’70 είναι η αίσθηση της κοινότητας. Δεν ξέρω ποια ήταν η συγκολλητική ουσία που μας είχε φέρει κοντά. Ημασταν μια ομάδα υπέροχα ετερόκλητων ανθρώπων με γκέι και στρέιτ, καλλιτέχνες, μουσικούς, συγγραφείς, Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Ολοι μας δημιουργικοί, ελεύθεροι, σαν τα αγρίμια. Και ύστερα, αυτό το πνεύμα της συνύπαρξης χάθηκε για πάντα. Από τα τέλη του ’80 μέχρι και το 1993 σχηματίστηκε ξανά μια μικρή κοινωνία τέτοιων ανθρώπων αλλά ήταν απλώς το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Δεν άντεχα άλλο, μετακόμισα στο Βερολίνο για 2 - 3 χρόνια. Σήμερα, η Ν. Υόρκη είναι απεχθής. Εχει διαμελιστεί σε μικρά κομματάκια, όλοι οι δρόμοι ανήκουν κάπου. Είσαι στο ΝοΗο, το SοΗο, το ΒοΗο. Οι άλλοι σε κρίνουν ανάλογα με το πού είναι το διαμέρισμά σου», εξηγεί η Γκόλντιν.

«Το απαύγασμα του life style είναι ότι μερικοί πιστεύουν πως όλα κατηγοριοποιούνται», προσθέτει η πενηνταεπτάχρονη φωτογράφος. «Το ίδιο προσπάθησαν να κάνουν και με τη δουλειά μου. Οταν φωτογράφιζα εκείνη στην τρομερή ράτσα των ανθρώπων που συνυπήρχε αγελαία, που ρούφαγε το μεδούλι της ζωής, φλέρταρε με τα όρια... Δεν ήμασταν περιθώριο όπως μας βάφτιζαν, αλλά το κέντρο του κόσμου και του εαυτού μας. Οι υπόλοιποι με τις νορμάλ ώρες εργασίας, τις πληκτικές καθημερινότητες, οι στρέιτ, οι καριερίστες ήταν στην απέξω. Kάποιες από τις λήψεις ήταν στην Νέα Υόρκη, άλλες στην Ευρώπη. Δεν είχε σημασία ο τόπος αλλά η χρονική συγκυρία που έκανε κάποιες καταστάσεις να ανθίσουν. Τελικά ενδιαφέρομαι περισσότερο για “φυλές” ανθρώπων παρά για χώρες. Οταν γνωρίζω κάποιον, μυρίζομαι αμέσως αν έχουμε τα ίδια χνώτα. Είναι η αίσθηση του χιούμορ, ο τρόπος που στέκεται απέναντι στον κόσμο».

«Λένε ότι η φωτογραφία είναι ένας μικρός θάνατος. Φωτογραφίζεις μια στιγμή και ταυτόχρονα τη σκοτώνεις. Εγώ τα βλέπω αλλιώς. Φωτογραφία σημαίνει δίνω στα πράγματα ζωή. Ξεχωρίζω κάποια στιγμή, της χαρίζω αξία. Ολο και περισσότερο τελευταία προσπαθώ να μη δείχνω τις φωτογραφίες μου μία - μία αλλά σαν ένα corpus, μια διαδοχή εικόνων, κεφάλαια ολόκληρα που έχουν μουσική επένδυση και οντότητα. Μοιάζει πιο πολύ με κινηματογράφο όπου έχω μαζέψει διάφορα πολύτιμα στιγμιότυπα και τα έχω βάλει το ένα δίπλα στο άλλο. Ενα όμορφο τοπίο, ένα αξιέραστο πρόσωπο, ένα βλέμμα, ένα κτίριο που καταρρέει, κάποιον που μπαίνει ουρλιάζοντας σε μια παγωμένη θάλασσα.

»Στην Αμερική υπάρχει ένα είδος συναισθηματικού θανάτου. Ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα και δεν αφήνει περιθώριο να αναπτυχθεί τίποτα. Το μόνο που εκφράζεται με μεγαλύτερη ευκολία είναι η αγωνία, ακόμα και για απλά πράγματα. Να, είσαι λ.χ. στη Νέα Υόρκη, περιμένεις στην ουρά ενός σούπερ μάρκετ για να πληρώσεις κάτι και ο πελάτης που είναι στο ταμείο δεν έχει έτοιμα τα χρήματά του. Αμέσως αναπτύσσεται μια τρομερή ένταση, λες και τα χαμένα δευτερόλεπτα είναι χρόνια από τη ζωή των υπολοίπων. Στην Ευρώπη, τα πράγματα είναι καλύτερα. Μεγαλώνοντας, έχω κατανοήσει ότι ο χρόνος και ο τρόπος που τον προσμετρούμε είναι το πιο σημαντικό μέγεθος της ζωής».

Θέλω να ζω σαν να είμαι συνεχώς δεκαεννέα ετών

– Θα θέλατε να είχατε κάνει παιδιά;

– Θα ήθελα ένα παιδί, όχι περισσότερα. Ο τρόπος ζωής μου, όμως, δεν επέτρεπε μια τέτοια επιλογή. Οι καλλιτέχνες είναι τα πιο εγωκεντρικά όντα, ταξιδεύουν συνέχεια, αποφεύγουν τις ευθύνες και τις ρουτίνες. Είναι οι ίδιοι τα παιδιά. Και εγώ είμαι ακόμα παιδί... Βέβαια, το θέμα της οικογένειας έχει αλλάξει πολύ. Γνωρίζω ανθρώπους που μεγάλωσαν είτε με έναν μόνο γονιό είτε με δύο γονιούς του ίδιου φύλου και είναι ψυχικά ισορροπημένοι. Σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο ευτυχείς από άλλους που ανατράφηκαν στην κλασική μορφή οικογένειας. Γενικά, κάθε παιδί είναι έρμαιο της σχέσης που έχουν οι δύο γονείς του. Αν είναι καλή, τότε προχωράει στη ζωή, διαφορετικά απορροφά κάθε συναισθηματικό κραδασμό, κάθε σύγκρουση, την ανταγωνιστικότητα, την επιθετικότητα και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να τα αποτινάξει από πάνω του μια μέρα.

– Ποια είναι τα παιδιά στις φωτογραφίες σας;

– Τα περισσότερα είναι παιδιά φίλων μου, τα οποία απαθανάτισα σε διαφορετικές ηλικίες. Μου αρέσει να τα φωτογραφίζω γιατί αντανακλούν την παιδική μου πτυχή. Πιστεύω ότι στο ταξίδι της ύπαρξης του κάθε ανθρώπου υπάρχει ρευστότητα. Ανάλογα με τις φάσεις που περνάμε, αναδύονται από μέσα μας διαφορετικά στοιχεία. Η θηλυκή μας πλευρά παλεύει με την αρσενική, το παιδί με τον ενήλικο, πρόσκαιρα κάποιος κερδίζει και ύστερα η μάχη ξαναρχίζει. Εγώ, λ. χ., το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το πέρασα λες και είμαι 19 ετών. Ο πατέρας μου, που έχει περάσει τα 90, δηλώνει ότι αισθάνεται σαν δωδεκάχρονος. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εσωτερικές ισορροπίες του φύλου και της ηλικίας μας αλλάζουν συνεχώς. Πλέουμε ανάμεσα στις διαφορετικές μας περσόνες και η φωτογραφία αιχμαλωτίζει ένα προσωρινό πρόσωπό μας.

Η έκθεσή της στην αίθουσα της Ρεβέκκας Καμχή (Λεωνίδου 9, Μεταξουργείο) ολοκληρώνεται στις 29 Μαΐου.

No comments: