- Χειμαρρώδης, ο Βλάσσης Φρυσίρας αποκαλύπτει τα μυστικά του μουσείου του και μιλάει για φίλους και επικριτές
«Ποτέ δεν μου άρεσε η χλιδάτη ζωή, τα κότερα, οι βίλες, οι πισίνες. Τα χρήματα που έβγαζα από τη δικηγορία, τα έτρωγα στους μουσαμάδες στη ζωγραφική». Χειμαρρώδης, πληθωρικός, παθιασμένος, ο γνωστός συλλέκτης και δικηγόρος Βλάσσης Φρυσίρας ετοιμάζεται να ανοίξει εκ νέου το μουσείο μετά έναν χρόνο αναστολής της λειτουργίας του. Ανατρέχει στα πεπραγμένα του και αναμορφώνει το μέλλον ενός θεσμού, που ξεκίνησε το 2000. Τότε εγκαινιάστηκαν τα δύο νεοκλασικά της Πλάκας, φιλοξενώντας εκθέσεις μεγάλου βεληνεκούς, ίσως μεγαλύτερου από αυτό που άντεχε οικονομικά ο ιδρυτής του.
Ο συλλέκτης μιλάει στην «Κ» για την τέχνη δίχως την εκλέπτυνση του διανοούμενου αλλά με την αμεσότητα του ανθρώπου της πιάτσας.
Με πολλούς φίλους και επικριτές, έχει πάντα λυμένο το ζωνάρι του για καβγά, αλλά κάνει αυτοκριτική για τους λόγους που οδηγήθηκε σε αδιέξοδο πέρυσι. «Με προβλημάτισε τι θα γίνει το μουσείο αφού φύγω από τη ζωή. Τα δυο μου παιδιά δεν θα είχαν την οικονομική δυνατότητα να το συντηρούν. Σκέφτηκα να πουλήσω τα κτίρια της Πλάκας και να πάρω ένα φθηνότερο ακίνητο στην Πειραιώς, ώστε να μείνουν πόροι για τα λειτουργικά έξοδα. Από την Τεχνόπολι έως την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, υπάρχει καλλιτεχνική κινητικότητα. Τελικώς δεν βρήκα αξιόλογα ακίνητα, ενώ το Γκάζι, παρά την έντονη βραδινή ζωή, παραμένει ένας υποβαθμισμένος χώρος για μουσείο.
Με το μουσείο της Ακρόπολης σε απόσταση αναπνοής από τα κτίριά μας, πείστηκα ότι δεν έπρεπε να φύγω από την Πλάκα. Κράτησα το ένα ακίνητο, προσθέτοντας περισσότερα ωφέλιμα τετραγωνικά», υπογραμμίζει ο Φρυσίρας, «Παράλληλα, συνειδητοποίησα ότι είχα απλώσει οικονομικά τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμα. Εκανα ακριβές εκθέσεις, ακριβές εκδόσεις. Αρχισα να πουλάω καλούς πίνακες από τη συλλογή μου, Αουερμπαχ, Πάολα Ρέγκο, Πίτερ Μπέικ, έκοβα τα δάχτυλά μου, έτρωγα τις σάρκες μου. Πάντα έβαζα στόχους πάνω από τις δυνατότητές μου, αλλά αυτό είναι τελικά μέσα στη φύση μου. Πρέπει να κάνεις υπερβάσεις και να μη βλέπεις τα πράγματα στενά οικονομικά. Αν και ήμουν απλώς ένας δικηγόρος, κατάφερα τελικά να φτιάξω ένα μουσείο με δικούς μου πόρους, ενώ άλλα μεγάλα ιδρύματα που έχουν περιουσία, προσπαθούν να απομυζήσουν οικόπεδα από το κράτος».
Το μουσείο θα περιοριστεί στο κτίριο της οδού Αστερίου 3 και θα επαναλειτουργήσει από την 1η Σεπτεμβρίου. «Εκλεισα το καφέ και το πωλητήριο, γλίτωσα τους μισθούς δύο υπαλλήλων και μεγάλο μέρος των εξόδων. Κατήργησα το πανευρωπαϊκό βραβείο, ήταν λάθος μου που το ξεκίνησα.
Κάνω μικρότερους καταλόγους. Τώρα το λειτουργικό κόστος του μουσείου φτάνει πια τα 200.000 ευρώ, με τέσσερις υπαλλήλους. Παλαιότερα, μόνο οι εκθέσεις έφταναν ένα εκατομμύριο ευρώ το χρόνο». Ο Βλάσσης Φρυσίρας κάνει τον απολογισμό του: «Συνειδητοποίησα ότι το μουσείο είναι η ζωή μου. Το πήγα παραπάνω από εκεί που είχα οραματιστεί. Διοργάνωσα σπουδαίες εκθέσεις με καλλιτέχνες όπως ο Ρίχτερ, ο Μπέικον, ο Μαγκρίτ, ο Κοκόσκα. Θεωρούσα πως μέσα σε λίγα χρόνια είχα αποδείξει ότι είχαμε δώσει έργο και είχαμε καθιερωθεί στη συνείδηση των φιλότεχνων. Τώρα συνεχίζουμε δυναμικά με άλλη μορφή».
Η πρώτη έκθεση έχει προγραμματιστεί τον Οκτώβριο. Πρόκειται για μια αναδρομική του Εδουάρδου Σακαγιάν. «Το αφιέρωμα εντάσσεται σε μια σειρά εκθέσεων με τίτλο “Βλέμμα του Ζωγράφου”, που θα ολοκληρωθεί την επόμενη τριετία», εξηγεί ο Φρυσίρας. «Θέλω ν’ αναδείξω την συλλογή μου, η οποία αριθμεί περίπου 3.500 έργα.
Καλώ κάποιον ζωγράφο που εκπροσωπείται ευρέως στη συλλογή του μουσείου να επιλέξει έργα του, αλλά και έργα άλλων ζωγράφων που τον επηρέασαν. Επέλεξα τον Εδουάρδο για να σπάσει η μεταξύ μας σιωπή, που είναι γνωστή στον καλλιτεχνικό χώρο. Ο Σακαγιάν μού γνώρισε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες και δασκάλους από τους οποίους πήρα έργα, τον Κρεμονίνι, τον Πατ Αντρέα, τον Ζαν Ρουστέν. Μου άνοιξε τα μάτια και πολλές πόρτες. Κι εγώ όμως τον βοήθησα. Αργότερα συγκρουστήκαμε. Ακόμα δεν τα έχουμε βρει, αλλά αποφάσισα ότι τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου θα τα περάσω σε ηρεμία». Μήπως είναι υπερφίαλο και εγωιστικό να τονίζει συνεχώς ένας συλλέκτης πόσο βοήθησε έναν καλλιτέχνη;
«Εχω αντιμετωπίσει τους νεαρούς καλλιτέχνες σαν πατέρας, με την καλή και την κακή έννοια. Μου αρέσει αυτό. Είμαι απόλυτος, είμαι ακραίος, αλλά είμαι και ειλικρινής. Φέρομαι στους ζωγράφους όπως φέρομαι στους γιους μου. Δεν έχω ζητήσει αναγνώριση. Δεν χρειάζεται να πω ότι μου οφείλουν – το θεωρώ αυτονόητο. Αν δεν υπήρχαν μαικήνες, δεν θα υπήρχε τίποτα. Αν δεν υπήρχε ο Λουδοβίκος ο Β΄, δεν θα υπήρχε Βάγκνερ», λέει ο Φρυσίρας.
Πολλοί επικριτές του συλλέκτη του προσάπτουν ότι έβγαλε σε δημοπρασίες έργα ζωγράφων που είχε αγοράσει όταν οι καλλιτέχνες έκαναν τα πρώτα τους βήματα: «Είναι αλήθεια ότι έχω βγάλει έργα στο σφυρί. Θεωρώ όμως λάθος να κρατάω στη συλλογή σπουδαστικά έργα ζωγράφων που μετά εξελίχθηκαν. Δεν πρέπει να κρέμονται στο μουσεία αλλά καλύτερα να μπουν σε σπίτια. Παλαιότερα αγόραζα μαζικά από εργαστήρια. Ηταν μεγάλο λάθος μου. Το κάνουν πολλοί συλλέκτες. Είναι αδηφάγοι – ανισόρροπες προσωπικότητες. Ακόμα και στην καθημερινότητά μου δεν μπορώ να αγοράσω μόνο ένα πράγμα. Πάω να πάρω ομπρέλα και φεύγω με τέσσερις από το μαγαζί. Είναι αρρώστια. Θες να υπακούσεις μια παρόρμηση, έχεις ένα σαράκι και σε ροκανίζει».
Η ίδρυση του μουσείου το 2000 συνέπεσε με την άνοδο της γενιάς που καταπιάστηκε με την παραστατική ζωγραφική στην Ελλάδα.
Πώς βλέπει τους Ελληνες ζωγράφους;
«Κάποιοι από αυτούς –ανεξαρτήτως γενιάς– καταφεύγουν στο φασόν, στην επανάληψη. Είναι μια παγίδα που δύσκολα αποφεύγουν όσοι βιοπορίζονται από τη ζωγραφική. Συχνά όμως οι ζωγράφοι δεν μπορούν να κάνουν κάτι νέο, στέρεψαν. Σε αντίθεση με τους μουσικούς που φανερώνουν ό,τι καλύτερο έχουν μέσα τους στην ωριμότητά τους, οι ζωγράφοι πολύ συχνά κάνουν τα πιο δυνατά τους έργα όταν είναι πολύ νέοι. Υστερα τους κατατρώνε η καθημερινότητα, οι ανάγκες της ζωής, οι συμβιβασμοί», τονίζει ο συλλέκτης.
Η συζήτησή μας κλείνει με την Μπιενάλε της Αθήνας. «Δεν πήγα γιατί ενοχλήθηκα. Οι διοργανωτές έχουν επιλέξει ορισμένες ελληνικές γκαλερί και κάνουν παιχνίδι μόνο με αυτές. Ετσι έχουν δημιουργήσει ένα στεγανό σχήμα, που –κατά τη γνώμη μου– έχει ημερομηνία λήξης. Ο θεσμός είναι καλός για τον τόπο και η προσπάθεια είναι αξιέπαινη. Χρειάζεται όμως αλλαγή πλεύσης, για να μπορέσει να αφορά μεγαλύτερο μέρος του κοινού και να εμπλέξει μεγαλύτερο μέρος του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού».
Πριν από μερικά χρόνια ο γιος του Βλάσση Φρυσίρα, Θανάσης, άνοιξε μια γκαλερί που συχνά διοργανώνει εκθέσεις καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν προηγουμένως φιλοξενηθεί στο μουσείο.
- Είναι σωστό να είναι το μουσείο και η γκαλερί συγκοινωνούντα δοχεία;
«Δεν βρίσκω κάτι μεμπτό», μας απαντά. «Ολα έχουν γίνει με αξιοπρέπεια. Στις δύσκολες εποχές μας, η γκαλερί μπορεί να βοηθήσει το μουσείο να επιζήσει. Ο Μεγκτ έχει ένα από τα σημαντικότερα μουσεία στη Νότια Γαλλία και μια τεράστια γκαλερί στο Παρίσι, που τροφοδοτούσαν το ένα το άλλο. Δεν είναι κακό να βλέπει κανείς Σεγκί στο Μουσείο Φρυσίρα και ύστερα να πηγαίνει στην γκαλερί να αγοράσει έργα του».
Αναξιοκρατία στις επιχορηγήσεις
Πρέπει το ελληνικό κράτος με τα περιορισμένα κονδύλια που διαθέτει για τον πολιτισμό να στηρίζει όλους τους ιδιώτες που ανοίγουν μουσεία; «Και βέβαια όχι. Οταν το ίδρυσα δεν εποφθαλμιούσα κρατικούς πόρους. Σε μια στιγμή οικονομικής δυσχέρειας όμως, ο Μιχάλης Λιάπης δεν μπήκε στον κόπο να με δει. Πικράθηκα. Μετά το περιστατικό Ζαχόπουλου, βγήκε στη δημοσιότητα τι είχε μοιράσει το ΥΠΠΟ σε εξωραϊστικούς συλλόγους και σωματεία, τα οποία δεν είχαν καμιά σχέση με την πολιτιστική παραγωγή του τόπου. Τότε αισθάνθηκα ακόμα μεγαλύτερη ματαίωση. Οταν το κράτος στηρίζει με ρουσφετολογικά κριτήρια, τότε είναι λογικό να εξοργίζομαι με την αδιαφορία και τη σπατάλη. Και πιο πρόσφατα είδαμε μουσεία σε απραξία με μηδενική επισκεψιμότητα να παίρνουν γενναίες επιχορηγήσεις. Πρέπει να υπάρξει σοφότερη διαχείριση, για να ενισχύονται οι αξιόλογοι εικαστικοί φορείς, οι οποίοι με τη σειρά τους θα επιμορφώσουν το κοινό. Ενας από τους λόγους που συχνά βλέπουμε άδειες αίθουσες σε καλές εκθέσεις είναι η έλλειψη παιδείας στην Ελλάδα, που εντείνεται αντί να καταπολεμάται. Ο καλός ζωγράφος λ.χ. θα πρέπει να καταθέσει μια πρόταση που είναι τομή στα πεπραγμένα της ζωγραφικής μέχρι τις ημέρες του. Ακόμα και σήμερα μπορούν να γίνουν νέα πράγματα παρά το ότι η τέχνη αυτή έχει πίσω της τέτοιο λαμπρό παρελθόν. Από τα χιλιόμετρα του καμβά που καταναλώνονται για τη ζωγραφική, μόνο μερικά μέτρα θα μείνουν στην ιστορία. Είναι τα έργα εκείνα που έχουν να πουν κάτι ιδιαίτερο».
Tης Μαργαριτας Πουρναρα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 19 Iουλίου 2009