Όπως σημειώνει η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά, ο Ρ. Κοψίδης «βίωσε την βυζαντινή και βυζαντινολαϊκή παράδοση, χωρίς να µιµηθεί τους τρόπους ή να ακολουθήσει πιστά τα πρότυπα του δασκάλου του … µέσα από το πνεύµα της ορθοδοξίας δεν ερµήνευσε το γράµµα, αλλά το πνεύµα της».
Ο ζωγράφος, αγιογράφος, χαράκτης και πεζογράφος Ράλλης Κοψίδης (5 Νοεμβρίου 1929 – 14 Αυγούστου 2010) γεννήθηκε στο Κάστρο Λήμνου και ήταν γιος του Αθανασίου Κοψίδη και της Δέσποινας Προδρομίδου.
Ο πατέρας του, Αθανάσιος Κοψίδης, καταγόταν από την Ανατολική Θράκη και πριν το 1922 η οικογένειά του ασχολείτο με τη ναυτιλία ενώ η μητέρα του, Δέσποινα Προδρομίδου, καταγόταν από το Ιντζεσού, χωριό που ανήκε στη μητρόπολη Καισαρείας της Καππαδοκίας. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στο Κάστρο της Λήμνου, όπου η Δέσποινα παντρεύτηκε τον Αθανάσιο Κοψίδη και το 1929 απέκτησαν τον Ράλλη, που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Λήμνο. Το 1945, η οικογένεια Κοψίδη εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί γνώρισε τη σύζυγό του Μαρία, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη ζωγράφο Σοφία Κοψίδη.
Φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως (1948-49) και από το 1949 και για τέσσερα χρόνια σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του κατά το τελευταίο έτος φοίτησης. Από το 1953 ως το 1959 μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου και συνεργάστηκε μαζί του στην εικονογράφηση εκκλησιών. Η μαθητεία του κοντά στους δυο αυτούς καλλιτέχνες, σε συνδυασμό με τα βιώματά του από τη Λήμνο, διαμορφώνουν την καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Στο έργο του συνδυάζει τα βιώματα από τη λαϊκή, μεταβυζαντινή παράδοση και τις σπουδές του κοντά στους τεχνίτες του χρωστήρα. Εκτός από τη ζωγραφική καταπιάστηκε με την χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, τη συγγραφή, την αρθρογραφία και την αγιογραφία.
Οργάνωσε ατομικές εκθέσεις σε πολλές ελληνικές πόλεις αλλά και στο εξωτερικό. Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μια μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του στην Αθήνα και στην Αλεξανδρούπολη. Με αναδρομική έκθεση τον τίμησε και ο Δήμος Πάτρας το 1994. Αγιογραφίες του κοσμούν διάφορες εκκλησίες στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Κορυφαία θεωρείται το «Όραμα του Αποστόλου Παύλου» στο ναό του Αγ. Παύλου του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambésy της Γενεύης με τα έντονα οικολογικά στοιχεία, όπου απεικονίζεται η σύγχρονη αγωνία για την περιβαλλοντική καταστροφή. Το έργο αυτό γνώρισε πανευρωπαϊκή προβολή. Οι εικόνες του χαρακτηρίστηκαν ως μια καινοτόμος προσπάθεια να συνδυαστεί η παραδοσιακή εικαστική μορφολογία με ένα μοντέρνο στυλ στην αγιογράφηση των ορθοδόξων εκκλησιών. Επίσης, αγιογραφίες του υπάρχουν στο μοναστήρι Cheverogne του Βελγίου.
Χαρακτικά του Ράλλη Κοψίδη κοσμούν δεκάδες βιβλία, όπως: Γ. Μέγα «Ελληνικά Παραμύθια Ι και ΙΙ» (1998, 1999), Γ. Ιωάννου «Παραμύθια του λαού μας» (1998), Αγ. Καρακατσάνη «Φώτης Κόντογλου» (2006), Μ. Βεϊνόγλου «Το μεγάλο πλοίο» (1994). Επίσης, είναι και ο ίδιος πεζογράφος. Εξέδιδε το περιοδικό «Κάνιστρο» από το 1972 ως το 1974 και έχει συγγράψει και εικονογραφήσει πολλά βιβλία.
Πήρε μέρος σε πολλές πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα.
Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του, ζωγραφικής και χαρακτικής στην Αθήνα και Αλεξανδρούπολη. Η πλέον πρόσφατη έκθεση του έγινε στον «Αστρολάβο» Πειραιώς το 1992.
Ο Κοψίδης ασχολήθηκε με την αγιογράφηση εκκλησιών στην Ελλάδα, στο Βέλγιο (μοναστήρι Cheverogne) και στη Γενεύη, στο ναό του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambesy.
Το τελευταίο αυτό έργο είχε ιδιαίτερη προβολή στον ελληνικό και ξένο τύπο και χαρακτηρίστηκε ως μια προσπάθεια εξεύρεσης μιας νέας εικαστικής μορφολογίας για την εικονογράφηση ορθοδόξων εκκλησιών, βασισμένης μεν στην παράδοση αλλά με έντονα προσωπικό ύφος.
Εκτός από ζωγράφος και χαράκτης ο Ράλλης Κοψίδης είναι δόκιμος πεζογράφος με αξιόλογη επίδοση στην συγγραφή και εικονογράφηση βιβλίων. Από το 1972 έως το 1974 ασχολήθηκε με την έκδοση του περιοδικού Κάνιστρο.
Έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει τα βιβλία:
Έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει τα βιβλία:
- Σταυροί στον Άθωνα, 1963.
- Εξοχή, 1964.
- Προσκυνητάρι της Αίγινας, 1965.
- Το Άδυτον-15 ξυλογραφίες για το Άγιο Όρος, 1968.
- Μάνη η Πολύπυργος, 1972 (έκδοση Κάνιστρου).
- Σπίτια Ελληνικά, 1973 (έκδοση Κάνιστρου).
- Ρακένδυτοι, 1976.
- Κάστρο Ηλιόκαστρο, 1980.
- Τα κουρσούμια και άλλα ιστορήματα, 1985.
- Στα μπάζα του Λαυρίου, 1985.
- Το Τετράδιο του Γυρισμού, 1987.
Στη συγγραφική του δράση συγκαταλέγονται και πολλά άρθρα σε διάφορα περιοδικά καθώς και κείμενα για φυλλάδια που εκδόθηκαν με την ευκαιρία των ατομικών του εκθέσεων.
****************************************************************************
Μεταξύ Κόντογλου και σουρεαλισμού
Ο Ράλλης Κοψίδης, μαθητής του Φώτη Κόντογλου, ποτέ δεν διεκδίκησε για τη ζωγραφική του δάφνες πρωτοπορίας. Παρέμεινε πάντα προσηλωμένος στη βυζαντινή τέχνη και τους τρόπους των λαϊκών καλλιτεχνών. Η τέχνη του όμως είχε το δικό της ύφος και ήθος, γι’ αυτό συγκαταλέγεται στους σημαντικούς Ελληνες ζωγράφους.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί στο σπίτι του στη Γλυφάδα, όπου «πολεμούσε» με τα φαντάσματα και τα οράματα των χρωμάτων και των λέξεων. Γιατί, ο Ράλλης Κοψίδης, εκτός από μπρίλιαντ εικαστικός, υπήρξε και στοχαστικός συγγραφέας.
Τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου κόπηκε το νήμα της ζωής του Ράλλη Κοψίδη. Ηταν 81 χρόνων. Η τελευταία του έκθεση, αναδρομική, έγινε το 1994 στη Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών. Είχε επιλέξει να παρουσιάσει και έργα της τελευταίας δημιουργικής περιόδου του, τα οποία χαρακτηρίζονται από υπερρεαλιστικά στοιχεία. Σ’ αυτά κυριαρχούν οι γεροντικές φιγούρες και τα πορτρέτα παιδιών που κοιτάζουν, με την καθαρότητα της απορίας, στα μάτια του θεατή. Στο βάθος του πίνακα συνήθως εμφανίζονται κτίρια και κτίσματα μιας άλλης εποχής, πάντως πριν από την εποχή της πολυκατοικίας.
Τα μεταλλεία του Λαυρίου μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου
Ο ζωγραφικός κόσμος του Ράλλη Κοψίδη βυθίζεται στο παρελθόν της Ελλάδας, γιατί δεν μπορεί να αντέξει το θλιβερό παρόν. Οι πίνακές του είναι μικρές δοκιμές αυτογνωσίας για την οδύνη μπροστά στο γκρέμισμα των παλιών αξιών. «Οταν πρόκειται για τη ζωγραφική, τα λόγια φεύγουν μέσα από τ’ χέρια μου. Πετούν σαν σιωπηλά πουλιά και χάνονται μακριά», ήταν μια φράση του. Οταν τον ζητούσαν να γράψει για τη ζωγραφική, αντιδρούσε με το «Εμπα μες στην καρδιά της σιωπής γιατί αυτό είναι ζωγραφική».
Το ταλέντο, του γεννημένου το 1929 στο Κάστρο της Λήμνου -με καταγωγή από την Αλεξανδρούπολη-, φάνηκε από νωρίς. Το 1949 το ζωγραφικό πάθος του υπόκειται στο «πάγωμα» της συστηματοποίησης των σπουδών. Αρχικά με τον Ανδρέα Γεωργιάδη στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μετά πέφτει στα καλά χέρια του Φώτη Κόντογλου (1953 – 1959), με τον οποίο συνεργάζεται στην εικονογράφηση εκκλησιών. Ο Ράλλης Κοψίδης θα σφραγιστεί από τον μεγάλο δάσκαλο τόσο πνευματικά όσο και δημιουργικά.
Την πρώτη ατομική του έκθεση την οργάνωσε το 1958 στην γκαλερί «Τέχνη». Από τότε πυκνά συχνά παρουσίασε έργα σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό (Κολονία, Καμερούν, Δουβλίνο, Βρυξέλλες). Το αποκορύφωμα ήρθε με τη μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη το 1989. Σημαντικό μέρος της προσφοράς του ήταν η αγιογράφηση εκκλησιών στον ελλαδικό χώρο και σε πόλεις της ελληνικής Διασποράς.
Από το 1972 έως το 1974 ασχολήθηκε με την έκδοση του περιοδικού «Κάνιστρο». Στις σελίδες του τυπώθηκαν οι συγγραφικές και καλλιτεχνικές εμμονές του: το Αγιον Ορος, η Αίγινα, τα παραδοσιακά ελληνικά σπίτια, ο Καραγκιόζης, ο Νασρεντίν Χότζας, η λαϊκή ζωγραφική και μεταλλοτεχνία.
Είχε γράψει και εικονογραφήσει τα βιβλία: «Σταυροί στον Αθωνα», «Εξοχή», «Το Αδυτον», «Μάνη η Πολύπυργος», «Σπίτια ελληνικά», «Ρακένδυτοι», «Κάστρο Ηλιόκαστρο», «Τα κουρσούμια και άλλα ιστορήματα», «Στα μπάζα του Λαυρίου», «Το Τετράδιο του Γυρισμού». Επίσης είχε φιλοτεχνήσει τα σχέδια για το βιβλίο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου «Επί πτίλων αύρας νυχτερινής. Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη».
Θα κλείσουμε με απόσπασμα από το πεζό του Ράλλη Κοψίδη «Η σκοτεινή οπτασία»: «Στη ζωή μας είναι κάποιες μέρες σφραγισμένες που δεν ξεχνιούνται. Είναι κάτι νύχτες που άφησαν πύρινα σημάδια. Ο καιρός περνά κι η θύμησή τους είναι αγκάθι που ματώνει. Τα σκοτεινά νέφη δεν φεύγουν. Και το γέλιο του Αρχέκακου αντηχεί συχνά παγερό». *
No comments:
Post a Comment