- Ελευθεροτυπία, Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011
- Η καλλιτεχνική εκπροσώπηση στην Ακαδημία Αθηνών
- Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Μέχρι να εκλεγεί ακαδημαϊκός, ένας καλλιτέχνης έχει κάνει μακρά και επιτυχημένη πορεία στην τέχνη. Την επομένη της εκλογής του δεν ανακόπτεται η δυναμική αυτής της πορείας, συνεχίζεται. Ενας ζωγράφος ή ένας γλύπτης σταματά να δημιουργεί όταν τον «προδώσει» το βιολογικό του ρολόι. Μέχρι τότε, δημιουργεί κι όλο δημιουργεί ακαταπαύστως.
Ομως, ποια είναι η στάση ενός εικαστικού-ακαδημαϊκού από την κορυφαία θεσμική θέση, που αυτοδικαίως του δίνει κάτι παραπάνω από κύρος; Γιατί, πλέον δεν μιλάει μόνο μέσω του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, έχει κριθεί από τους κριτικούς και το κοινό. Ο λόγος του έχει περίσσευμα ευθύνης, ακόμη κι αν η Ακαδημία πέρασε από έντονη αμφισβήτηση: αρκεί και μόνον να θυμίσουμε ότι αρνήθηκαν να γίνουν ακαδημαϊκοί οι δύο νομπελίστες μας, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Με την είσοδο στην Ακαδημία Αθηνών του Νικηφόρου Βρεττάκου, της Κικής Δημουλά και του Θανάση Βαλτινού κατέπεσε ένα «ταμπού». Δεν θεωρείσαι πια «συντηρητικός» αν αποδεχθείς να είσαι υποψήφιος για την Τάξη των Γραμμάτων και των Τεχνών.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος από αυτή τη διάκριση, είναι ιδιαιτέρως τιμητική», δήλωσε ο νεοεκλεγείς ακαδημαϊκός, ο 79χρονος γλύπτης Γιάννης Παρμακέλης. Να σημειώσουμε ότι την έδρα της Γλυπτικής διεκδίκησαν οι ομότεχνοί του Θόδωρος, Τάκης Παρλαβάντζας, Ευάγγελος Μουστάκας, Ασπασία Παπαδοπεράκη, Μαίρη Παπακωνσταντίνου και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Από την πρώτη στιγμή, τα δείγματα γραφής του είχαν τις χαρακιές από τα δύσκολα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα: «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, παρά τα λάθη και τις υπερβολές του παρελθόντος, να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση». Ο σχολιασμός της επικαιρότητας έχει το μέτρο και τα όρια μιας τέχνης καλοκουρδισμένης, όπως είναι η γλυπτική.
Την έμαθε δίπλα στους Γιάννη Μόραλη και Γιάννη Παππά, και παρέμεινε πάντα ανθρωποκεντρική, ακόμη και την περίοδο εκείνη που ξεκίνησε να «παλεύει» σαν άλλος σύγχρονος Ηφαιστος με τα μέταλλα, και ιδιαιτέρως με τον χαλκό. Οι κάτοικοι της Αθήνας οπωσδήποτε θα έχουν δει το έργο από αλουμίνιο-χρώμα, που ορθώνεται έξω από το ξενοδοχείο Χίλτον επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας. «Καταξιώνεται το έργο μου από ένα θεσμό υψηλών προδιαγραφών, για να συνεχίσει να επιτελεί το σκοπό του». Με θετικό μάτι, λοιπόν, βλέπει ο Γιάννης Παρμακέλης την είσοδό του.
Αλήθεια, από αυτή τη θέση με εξουσία και ισχύ τι σκέπτεται να πράξει για μια τέχνη η οποία δεν έχει γίνει «ποπ»; «Η θέση της γλυπτικής στη χώρα μας δεν είναι ανάλογη με την ιστορική της διαδρομή και παρουσία. Πρέπει να γίνουν κινήσεις εφικτές, λειτουργικές, να έρθει στο προσκήνιο, για να ξαναπαίξει τον ρόλο της». Ο λόγος του έχει την προσμονή επανεκκίνησης της τέχνης του στο χώρο της δημόσιας αποδοχής.
Ομως, πώς φαντάζεται ότι θα είναι η καθημερινότητά του με επίσημο ένδυμα τηβέννου; Σκέφτεται, σκέφτεται, αλλά καθώς δεν έχει ζήσει στο πετσί του το νέο του ρόλο, λέει: «Δεν έχω τις ανάλογες εμπειρίες, για να σας την περιγράψω. Φαντάζομαι ότι θα είμαι σε θέση να σας πω σε λίγο καιρό. Σίγουρα, όμως, θα είναι γεμάτη με δράση και δημιουργικότητα». Αυτός ο «άνθρωπος από μέταλλο», όταν τον ρωτάμε να συγκρίνει τα μεταλλικά του έργα με τη σκληρότητα των ανθρώπων, απαντά: «Δεν θέλω να συγκρίνω τους ανθρώπους με τα μέταλλα, παρά μόνον εννοιολογικά. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι σκληροί, με την έννοια της ανθεκτικότητας, να είναι αλύγιστοι, να προχωρούν στην επιδίωξη των στόχων τους με γνώση, αλήθεια, υπευθυνότητα και δημιουργικότητα, σε όποιον χώρο κι αν δραστηριοποιούνται».
Μέχρι την εκλογή του Δημήτρη Μυταρά στην έδρα της Ζωγραφικής, το 2008, ο μόνος εκπρόσωπος των εικαστικών τεχνών στην ίδια έδρα ήταν ο Παναγιώτης Τέτσης, εκλεγμένος το 1994, ύστερα από πρόταση δύο ογκόλιθων της τέχνης και της Βυζαντινολογίας, του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Μανόλη Χατζηδάκη αντίστοιχα. «Ως άνθρωπος παραμένω ίδιος. Νιώθω ότι με τιμούν για τη συνολική διαδρομή μου στην τέχνη. Συμβατικός είσαι από γεννησιμιού σου, δεν γίνεσαι ξαφνικά», ήταν η αντίδρασή του, μόλις το νέο της εκλογής του έκανε το γύρο των δημοσιογραφικών γραφείων. Το «συντηρητικό» ίδρυμα είχε δεχτεί τη μοντερνιστική πρόταση του Δημήτρη Μυταρά, η οποία, εντούτοις, δεν καταστρέφει εντελώς το ανθρώπινο πρόσωπο.
Με πρόβλημα υγείας, το οποίο τον έχει καθηλώσει σπίτι, ο 77χρονος εικαστικός απαντά με αυθορμητισμό και ειλικρίνεια: «Στην Ακαδημία είναι μαζεμένες προσωπικότητες. Εννοώ ότι ο καθένας είναι προσωπικότητα και μοναδικός στην ειδικότητά του. Πρέπει να καταλάβετε ότι δεν έχει χαρακτήρα ομαδικό, δηλαδή δεν είναι μία εταιρεία ή μία ένωση. Ο καθένας, πώς να το διατυπώσω, έχει τη δική του κρίση. Δεν έχω δει ποτέ όλοι μαζί να κάνουνε κάτι, αλλά ο καθένας πράττει κατά συνείδηση».
Τι είδαν, όμως, στην περίπτωσή του οι «αθάνατοι»; «Είναι σημαντικό ότι δέχονται τον μοντερνισμό. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας ακαδημαϊκός, ο οποίος είναι φιλόλογος, μπορεί να μην τον αντιλαμβάνεται ορθά». Πρώτη και κύρια ικανοποίηση για έναν καλλιτέχνη, ο οποίος ταυτίστηκε με την ανανέωση του μοντερνιστικού οράματος, που είχε τις αρχές του στις συνθέσεις «Οι καθρέφτες» (1960-'64). «Εκτιμούν τη διαδρομή σου στον ελληνικό χώρο». Ενας δεύτερος λόγος ικανοποίησης. Και ένας τρίτος; Οχι, δεν τον βρίσκει. «Ο καλλιτέχνης, σαν να μην ήτανε ακαδημαϊκός, εξακολουθεί να έχει τις δικές του δραστηριότητες και να κάνει τις εκθέσεις του».
Και τι δεν είχε ζητήσει ο σήμερα 86χρονος Παναγιώτης Τέτσης, το 1994, κατά την επίσημη είσοδό του στην Ακαδημία. Είχε μιλήσει -και ορθώς- για «τη θεραπεία της αισθητικής αγωγής, την ανάληψη πρωτοβουλιών, για να δωρηθούν μεγάλες συλλογές Ελλήνων σε μουσεία, οργάνωση από φορέα εκπαιδευτικού ιδρύματος όλων των τεχνών, αναδιοργάνωση της Σχολής Καλών Τεχνών, με την προσθήκη και άλλων τμημάτων».
«Την Ακαδημία την είδα σαν βαρύ φορτίο. Προσπάθησα να οργανώσω ένα τμήμα για την προαγωγή της αισθητικής μας παιδείας, το οποίο εγκρίθηκε αλλά δυστυχώς δεν προχώρησε. Ετσι, περιορίζομαι στην οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων», είχε πει, με κάποια πίκρα, το 1998, με αφορμή την έκθεση Δημήτρη Πικιώνη, στην Ακαδημία Αθηνών. Το 2003, ο Παναγιώτης Τέτσης ήταν ανάμεσα στους δεκαέξι ακαδημαϊκούς οι οποίοι συνυπέγραψαν τη διακήρυξη εναντίον του πολέμου στο Ιράκ και την έστειλαν στον τότε γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Κόφι Ανάν.
Ομως, ποτέ, ακόμη κι όταν εναντιώνεται στα έργα της Ακαδημίας, δεν υπερβαίνει την κοσμιότητα, γιατί κυρίως θέλει να δημιουργήσει μέσα από τον θεσμό. Ετσι, στην ερώτηση «Η Ακαδημία παρακολουθεί το πνεύμα της εποχής;» απαντά: «Το ελέγχει, το κριτικάρει και, βεβαίως, το ακολουθεί. Να έχετε υπόψη σας ότι η Ακαδημία έχει πάρα πολλά Κέντρα, όπως το Ιστορικό, το Λαογραφικό, το Αστρονομίας, γίνεται σπουδαία δουλειά, αλλά δεν έχω καταλάβει γιατί δεν βγαίνει προς τα έξω. Τυπώνονται βιβλία και εργασίες, αλλά οι τόμοι αυτοί δεν βγαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Για ποιους λόγους δεν κυκλοφορούν τα βιβλία, δεν ξέρω. Μήπως είναι θέμα γραφειοκρατίας;»*
Ζωγράφοι και γλύπτες, μέλη της Ακαδημίας από την ίδρυσή της
1926: Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932)
1945: Επαμεινώνδας Θωμόπουλος (1878-1976)
1949: Παύλος Μαθιόπουλος (1876-1956)
1959: Ουμβέρτος Αργυρός (1882 ή 1884-1963)
1965: Αντώνιος Σώχος (1888-1975)
1968: Μιχαήλ Τόμπρος (1889-1974)
1974: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906-1994)
1980: Γιάννης Παππάς (1913-2005)
No comments:
Post a Comment