- Ο ζωγράφος Δημοσθένης Κοκκινίδης εστιάζει τη νέα δουλειά του σε μεταφυσικά ερωτήματα
Ενας ύμνος στη συνύπαρξη, τη συμβίωση, τη συμπόρευση. Στην πρόσφατη ενότητα της δουλειάς του, που παρουσιάζεται από αύριο στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών Τσιχριτζή, ο Δημοσθένης Κοκκινίδης αποτίει φόρο τιμής σε ό,τι τον συντρόφευσε: τη ζωγραφική και τη σύζυγό του Πέπη Σβορώνου, η οποία αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια σοβαρά προβλήματα υγείας. Ζευγάρι στη ζωή αλλά και στην τέχνη, έχουν διανύσει μαζί μακρά πορεία. Με τρυφερότητα, στωικότητα και θάρρος, ο καλλιτέχνης προσπαθεί να υπερβεί τον φόβο του θανάτου. Δίνει στα έργα του τον τίτλο «Συνέχεια» και αποτυπώνει στον καμβά τον ίδιο και τη συμβία του σε νεαρή ηλικία. Ο τέως πρύτανης της ΑΣΚΤ και διακεκριμένος διανοούμενος αφήνει πίσω του τα κοινωνικοπολιτικά θέματα που τον απασχόλησαν επί μακρόν και εστιάζει σε μεταφυσικά ερωτήματα. Μιλάει στην «Κ» για τη δυσκολία του αποχαιρετισμού, την απουσία της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα, τη σύγχρονη Αριστερά και την κατάσταση στην τέχνη σήμερα.
Μισός αιώνας συμβίωσης
- Ποιο είναι το θέμα της τελευταίας σας έκθεσης;
– Η έκθεση αυτή είναι μια δοξολογία για το ζευγάρι, έναν άνδρα και μια γυναίκα. Το πιο αρχέγονο και ιερό πράγμα του κόσμου. Είχα την τύχη να ζήσω την εμπειρία της συμβίωσης ακέραια. Μισόν αιώνα. Είναι μια κινητήρια δύναμη που σε ωθεί να κάνεις πράγματα. Εγώ ζωγραφίζω. Βγάζω εικόνες που ήδη υπάρχουν μέσα μου, σαν παλινδρόμηση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, της ζωής και του θανάτου. Ζωγραφίζω για να αντιμετωπίσω το αναμενόμενο, το βέβαιον, δηλαδή το τέλος.
- Η ζωγραφική ήταν ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να αποχαιρετίσετε τη σύντροφό σας;
– Από τότε που αρρώστησε η Πέπη, εδώ και πέντε χρόνια, κόλλησε η σκέψη μου σε αυτό το θέμα. Λες και κόλλησαν τα πινέλα μου. Συζητούσαμε συχνά, ποιος θα φύγει πρώτος και συνήθως με τη φράση αυτή ξεκινούσε η πλάκα μεταξύ μας. Οταν είσαι τόσα χρόνια με έναν σύντροφο, στο τέλος γίνεσαι ένα. Δεν θρηνείς μόνο τη γυναίκα σου, αλλά τον καλύτερο φίλο σου, τον συγκάτοικό σου.
- Γιατί στα έργα σας απεικονίζετε εσάς και την Πέπη σε νεαρή ηλικία;
– Ο Σεφέρης λέει «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις, πονεί». Η φράση που κυριαρχεί στο μυαλό μου είναι «σε ζωγραφίζω, σε ανασταίνω». Εχω την ανάγκη να κρατήσω στη ζωή μνημονικές εικόνες, οι οποίες όμως με πληγώνουν. Δεν αντέχω να βλέπω ούτε φωτογραφίες του παρελθόντος ούτε να πηγαίνω στο εξοχικό μας στη Μήλο.
- Σε κάποια έργα εμφανίζεται και ο Χάροντας με τη μορφή ενός νέου άνδρα και όχι ως μια απειλητική παρουσία...
– Είναι μια αντίδραση στο δράμα. Ηθελα να αποδώσω τον Χάροντα ως υπαινικτική σιωπηλή φιγούρα, να μην κραυγάζει. Εχω συμβιβαστεί με την ιδέα. Τόσα χρόνια ζω με τον θάνατο δίπλα μου. Τον έχω πάνω από τη στέγη μου. Η σύζυγός μου είναι ακόμα μελλοθάνατη. Ο φόβος των νεκρών με έχει τρομάξει από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε υπήρχε το έθιμο να τους ξενυχτάνε στο σπίτι. Ηταν ένας τρόπος εξοικείωσης. Μια μεγάλη παράδοση του ανθρώπινου γένους, που δυστυχώς έχει χαθεί στην κοινωνία μας.
Η γνωριμία με την Πέπη
- Πώς γνωριστήκατε;
– Την πρωτοείδα στο Νέο Φάληρο. Τόσο η γυναίκα μου όσο και η αδελφή της ήταν πανέμορφες και από καλή οικογένεια. Το είδος της γυναίκας που νόμιζες ότι δεν θα γυρίσει ποτέ να σε κοιτάξει. Ξανασυναντηθήκαμε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η μεταξύ μας σχέση δημιουργήθηκε αργότερα, όταν ο καθηγητής του Πολυτεχνείου, αρχιτέκτων Παύλος Μυλωνάς μας έστειλε στη Μυτιλήνη για να μελετήσουμε τη λαϊκή τέχνη.
- Τι άνθρωπος ήταν η Πέπη;
– Η Πέπη ήταν η εστία μου. Είχε οξύτατη ματιά, εγγενή παιδεία. Στη ζωγραφική της άφηνε το συναίσθημα να ρέει. Στην καθημερινότητα και στην οργάνωση της ζωής μας, είχε τετράγωνη λογική. Αλληλοσυμπληρωνόμασταν. Κάθε μεσημέρι συζητούσαμε για τέχνη. Εγώ ήμουν τρυφερός, διότι πάντα μου άρεσε η ζωγραφική της. Εκείνη ήταν πιο αυστηρή και αυτό με βοήθησε πολύ στη δουλειά μου.
- Τι κάνει μια συμβίωση να μακροημερεύει;
– Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις. Οι συμβιβασμοί. Στη δική μου εποχή βέβαια ήταν και κάτι άλλο. Εξαιτίας της μεγάλης ανέχειας, η ζωή ήταν καθημερινή μάχη. Η δεκαετία του ’50 ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους στην Ελλάδα, με φασισμό και κυνήγι αριστερών. Σήμερα δύσκολα στεριώνει ζευγάρι. Υπάρχει διάλυση.
- Γιατί νοσεί η εικαστική μας παιδεία;
– Είναι αδύνατον να θέλουμε να διδάξουμε ζωγραφική στα παιδιά, όταν ανοίγουν την τηλεόραση και βλέπουν χιλιάδες χρώματα, σχήματα, δράση. Εκεί υπάρχει το σύμπαν. Στο γυμνάσιο μαθαίνουν να σχεδιάζουν ανοησίες τύπου Μπαουχάους. Θα ήταν καλύτερο να τα βγάλουμε έξω στο δρόμο, στην πόλη. Να εξασκήσουν το βλέμμα στην ομορφιά και την ασχήμια, να αποκτήσουν αισθητική συναίσθηση. Να σχηματίσουν συνείδηση πολίτη. Μόνον έτσι μπορούν να κατανοήσουν την τέχνη. Ομως, οι νέοι σήμερα είναι τυφλοί. Εκπαιδεύουν τη ματιά και το μυαλό τους μέσω της εικονικής πραγματικότητας των υπολογιστών.
- Ησαστε αρκετά χρόνια πρύτανης στη ΑΣΚΤ. Πιστεύετε ότι η Σχολή κάνει καλά τη δουλειά της; Πολλοί από τους αποφοίτους δεν σταδιοδρομούν τελικά...
– Στενοχωριέμαι που βλέπω τόσους ζωγράφους στην αγορά. Πώς θα ζήσουν; Πόσοι πια να αγοράσουν τα έργα τους; Οσο οι νέοι καλλιτέχνες πηγαίνουν στο εξωτερικό για σπουδές, τόσο πιο πολύ δεν γίνεται αποδεκτή η δουλειά τους από το κοινό. Η υποδοχή του έργου στη χώρα μας πάσχει. Η ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση η ελληνική αγορά είναι συντηρητικές. Ακόμα δεν έχουμε συμφιλιωθεί με την αφηρημένη τέχνη. Το αγοραστικό κοινό προσελκύεται από μια ζωγραφική που κολακεύει το γούστο των αγοραστών. Οσο για κάποιους που έχουν κάνει το ταλέντο τους βιοτεχνία, θα τους βάλει στη θέση τους η ιστορία.
Τα εμπορικά φουστάνια
- Εσείς γνωρίσατε τεράστια εμπορική επιτυχία με τα φουστάνια που ζωγραφίζατε μαζί με τη σύζυγό σας. Αυτό δεν σας επηρέασε;
– Κατάφερα να εξελιχθώ στη ζωγραφική διότι δεν βιοπορίστηκα από αυτήν. «Μην περιμένετε να ζήσετε από τη ζωγραφική. Να ζήσετε από τις εφαρμοσμένες τέχνες», έλεγα και στους φοιτητές μου. Από το 1962 έως το 1980 κάναμε τα περίφημα φουστάνια, τα οποία λειτουργούσαν ως ζωγραφικός καμβάς. Το πρωί ασχολούμασταν με αυτά και το βράδυ ζωγραφίζαμε. Κερδίζαμε πολλά χρήματα. Ετσι κατάφερα κι έκανα τις ενότητες της χούντας («Των δε Κακών Μνήμη» και οι «Ταυτότητες») και του Βιετνάμ («Πόλεμος – Βία»), που ήταν αντιεμπορικές. Τα φουστάνια επηρέασαν τη ζωγραφική, μας καθάρισαν την παλέτα.
Η έκθεση «Συνέχεια» παρουσιάζεται από τις 27/4 έως τις 30/5 στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών Τσιχριτζή (Γρ. Αυξεντίου 1& Κασσαβέτη 18, Κηφισιά) σε επιμέλεια Ελένης Αθανασίου.
«Εκτός πραγματικότητας, η σύγχρονη Αριστερά»
- Γιατί σταματήσατε να κάνετε πολιτικά έργα το ’80;
– Ημουν και είμαι αριστερός, αλλά δεν εντάχθηκα ποτέ σε κόμματα ή πολιτικά σχήματα. Οταν ήρθε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, απογοητεύτηκα. Τον ήξερα προσωπικά τον Παπανδρέου. Ηδη το 1980, με τις «Διαμαρτυρίες», είχα βγάλει τίτλους όπως «Αδιέξοδο». Είχα συνειδητοποιήσει ότι όλος αυτός ο αγώνας στη μεταπολίτευση δεν θα διόρθωνε τα πράγματα. Διέβλεπα ότι δεν υπήρχε καμιά δύναμη με την ορθή λογική που χρειαζόταν για να φτιάξει την κατάσταση στην Ελλάδα.
- Η δική σας γενιά είχε ιδεαλισμό. Πού χάθηκε το όραμα;
– Σε μια χώρα χωρίς παιδεία, η πολιτική συνείδηση είναι επικαιρική, επιφανειακή. Η στροφή προς το ΠΑΣΟΚ ήταν η ανάγκη για αλλαγή, αλλά δεν είχαμε καταλάβει τι θα γινόταν αργότερα. Οι αριστεροί είχαν μεγαλύτερη συνείδηση και πιο βαθιά σκέψη. Εβγαιναν όμως και αυτοί από ένα απολυταρχικό δόγμα. Αργησαν να καταλάβουν ότι ο σταλινισμός ήταν φούσκα.
- Είσαστε ευχαριστημένος από την Αριστερά σήμερα;
–Και βέβαια όχι. Η Αριστερά περνάει παντού κρίση, είναι εκτός πραγματικότητας. Πληρώνει παλιές αμαρτίες και ιδεολογίες, τα κατάλοιπα του ολοκληρωτισμού. Οι αρχές μου παραμένουν αριστερές, με τα πρόσωπα έχω αντιρρήσεις. Είναι επικριτικά ενός συστήματος σκέψης, με απαρχαιωμένη διαλεκτική, χωρίς να καταθέτουν πρόταση. Οταν με το πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή αγοράζεις μετοχές και καταστρέφεις την οικονομία σε κάποιο μακρινό μέρος του πλανήτη, ήρθε η ώρα να αλλάξει η σκέψη των αριστερών. Αλλιώς, δεν μιλούν την ίδια γλώσσα με τον κόσμο.
«Η τέχνη σήμερα είναι θέαμα»
- Πώς βλέπετε την κατάσταση στην τέχνη σήμερα;
– Η σύγχρονη παγκόσμια τέχνη είναι η τέχνη του θεάματος. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο άνθρωπος μπορούσε να επεμβαίνει στην ύλη. Αυτή η δεξιότητα έχει εξαφανιστεί πια. Μια έξυπνη ιδέα με φτωχή πραγμάτωση, προσωπικά δεν μου αρκεί. Γιατί λ.χ. είναι τέχνη ένας καρχαρίας στην φορμόλη; Μια νεκροκεφαλή με διαμάντια; Ενα άλογο κρεμασμένο από την οροφή; Γιατί θεωρείσαι καλλιτέχνης όταν κόβεις πάγους στην Ανταρκτική με το λέιζερ; Γιατί χρίεσαι δημιουργός αν σοκάρεις και είσαι τρομολάγνος; Ο κόσμος της τέχνης δεν λειτουργεί πλέον για το μεγαλείο της αλλά για την εμπορία της, όπως έχει πει και ο Γκόμπριχ. Ιστορικοί τέχνης, κριτικοί και δημοσιογράφοι εργάζονται για να προωθήσουν μόνο το καινούργιο, χωρίς αξιολόγηση. Η τέχνη άρχισε να κατρακυλά τη δεκαετία του ’60, όταν ο Γουόρχολ δήλωσε καθαρά ότι τον ενδιέφερε μόνο το χρήμα. Βέβαια, τους θεμέλιους λίθους της καταστροφής τους έβαλε ο Ντισάν.
Ποιος είναι
Ο Δημοσθένης Κοκκινίδης γεννήθηκε το 1929 στον Πειραιά. Φοίτησε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή και ύστερα στην ΑΣΚΤ στο εργαστήριο του Γ. Μόραλη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Ομάδας τέχνης α» (1962 - 1967) και της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση μέσω της Τέχνης» (1976 - 1981). Εκλέγεται καθηγητής και εν συνεχεία χρημάτισε πρύτανης της ΑΣΚΤ για αρκετά χρόνια. Από το 1962 έως και το 1980 ασχολήθηκε πέραν της ζωγραφικής και με τις εφαρμοσμένες τέχνες. Μερικές από τις γνωστότερες ενότητες της δουλειάς του είναι: «Συνοικίες - Κυκλάδες» (1960 - 1964), «Πόλεμος - Βία» (1964 - 1967), «Των δε Κακών Μνήμη» (1967 - 1968), «Ταυτότητες» και «Μητρότητες» (1968 - 1974) και «Διαμαρτυρίες» (1974 - 1981) και «Θάλασσες» (1981 - 1987).
No comments:
Post a Comment