- Αναδρομική έκθεση έργων του βασιλιά των χάρτινων μύθων στο Παρίσι με παράλληλο ζάπινγκ στην τηλεοπτική δουλειά του
«Ο Αντι Γουόρχολ ανήκει σ’ όλο τον κόσμο», διαβάζω στο εξώφυλλο των Inrockuptibles (παριζιάνικο περιοδικό πολιτιστικής επικαιρότητας), και το βλέμμα μου κολλάει στο επιτηδευμένα μπλαζέ βλέμμα του επονομαζόμενου πάπα της ποπ αρτ. Αμέσως συνειδητοποιώ με απόλυτη διαύγεια το προφανές: το όνομα του Αμερικανού καλλιτέχνη ανήκει πια στη συλλογική μνήμη, σ’ αυτή την αόριστη συλλογική γνώση που ανάγει πρόσωπα και γεγονότα σε χάρτινους μύθους, κάνοντάς τα να ηχούν τόσο οικεία όσο είναι ουσιαστικά ξένα.
Ποιος είναι αλήθεια ο Αντι Γουόρχολ; Τι ξέρουμε γι’ αυτόν και το έργο του; Το ερώτημα μοιάζει σχεδόν άνευ σημασίας. Πέρα από ιστορικό πρόσωπο, ο Αντι Γουόρχολ είναι σήμερα ό,τι τον σαγήνευε περισσότερο στον κόσμο της εφήμερης καταναλωτικής μας πραγματικότητας: είναι μια «εικόνα» μαζικής παραγωγής, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, μια μπανάλ αφίσα που κανείς πια δεν θέλει να κολλήσει στον τοίχο του. Αλλά και πέρα από προϊόν ή αρχέτυπο του γκλάμουρ καλλιτέχνη, ο Αντι Γουόρχολ, ας το ξαναπούμε, είναι ο πρώτος και ίσως ο μοναδικός καλλιτέχνης που εφάρμοσε και αισθητικοποίησε, απροκάλυπτα και απενοχοποιημένα, την εμπορευματοποίηση του έργου τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του. Οσοι κατέφθασαν μετά απ’ αυτόν στο χρηματιστήριο της τέχνης, απλά διαπραγματεύονται τη θέση τους με τους δαίμονες της αγοράς, μόνοι τους ή με κάθε λογής διαμεσολαβητές.
Το ενδιαφέρον του παριζιάνικου Τύπου αυτές τις μέρες λοιπόν για το (πάντα επίκαιρο) φαινόμενο Γουόρχολ οφείλεται σε δύο εκθεσιακά γεγονότα. Πρώτο και σημαντικότερο, μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Γκραν Παλέ, με τίτλο «Ο Μεγάλος κόσμος του Αντι Γουόρχολ» (18.3–13.07.09), φωτίζει μέσα από το ανύποπτο πρίσμα των μεταφυσικών ανησυχιών του καλλιτέχνη το πιο αποκαλυπτικό –θα συμφωνήσουμε με τον επιμελητή της Alain Cueff– κομμάτι του γουορχολικού έργου, τα πορτρέτα, ενώ στο Maison Rouge (18.02–3.05.09) έχει στηθεί ένα μεγάλο ζάπινγκ γύρω από την πλούσια τηλεοπτική δουλειά του ως showman και παραγωγού.
Τα πορτρέτα
Από το 1962 έως τον θάνατό του, το 1987, και παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές του, ο Αντι Γουόρχολ κατασκευάζει γύρω στα χίλια πανομοιότυπα πορτρέτα, με την ίδια πάντα τεχνική και σχεδόν στάνταρ διαστάσεις (106x106 cm). Αν για τα πρώτα χρησιμοποιεί φωτογραφίες σταρ που βρίσκει στον Τύπο και τις οποίες μετατρέπει ερήμην τους σε πίνακες, από τη στιγμή που αρχίζει να δέχεται παραγγελίες, «στήνει» ο ίδιος τα μοντέλα του. Το τελετουργικό είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: Αφού προσφέρει στον πελάτη του ένα γεύμα με μερικές διασημότητες που συχνάζουν στο Factory, τον παραδώσει στους βοηθούς του να τον μακιγιάρουν, ο καλλιτέχνης–σταρ ζητάει από το μοντέλο του να καθίσει σε μια καρέκλα και να ποζάρει για λίγα μόνο λεπτά το πρόσωπό του στον φακό της μαγικής του πολαρόιντ Big Shot. Ακολουθεί η επιλογή των εικόνων που τον ενδιαφέρουν, τις οποίες καδράρει (γκρο πλαν χωρίς φόντο) και στέλνει για μεγέθυνση και εκτύπωση στο ειδικό διάφανο πλαστικό. Το ελαφρώς διορθωμένο και καλλωπισμένο πορτρέτο θα αποτελέσει τη μήτρα για τη μεταξοτυπία. Ο Γουόρχολ «ζωγραφίζει» στη συνέχεια στον λευκό πίνακα το πρόσωπο που πρόκειται να τυπωθεί, σχηματικά, με έντονα βιομηχανικά χρώματα, κι εν τέλει εφαρμόζει πάνω στην αφηρημένη ζωγραφιά το πλαίσιο με το φωτογραφικό ίχνος του πορτρέτου που μοιάζει εντέλει παραδόξως να αναδύεται μέσα από τα χρώματα. Κοστολόγηση: 25.000 δολάρια για το πρώτο, 15.000 για το δεύτερο ή το τρίτο αντίτυπο. Σήμερα οι τιμές των εν λόγω πορτρέτων κυμαίνονται από 250 έως 800.000 δολάρια (εξαρτάται εάν θέλετε τον Μικ Τζάγκερ ή απλά τη Μαρίνα Φερέρο), ενώ σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Μοντ» δεν πωλούνται ακριβώς σαν ζεστό ψωμί.
Παρατηρώντας το «αυθεντικό» μυθικό πορτρέτο της Μέριλιν Μονρόε επί είκοσι, Twenty Merilyns (Merilyns in color, 1962), που ανοίγει την έκθεση, δίπλα σ’ εκείνα του Ελβις Πρίσλεϊ, της Λιζ Τέιλορ, της Νάταλι Γουντ, του Γουόρεν Μπίτι ή της Τζάκι Ωνάση, συνειδητοποιώ το (επίσης) προφανές: το πρόσωπο της τραγικής σταρ που έχει μόλις βρεθεί νεκρή, πολλαπλασιασμένο και μπογιατισμένο, εκπέμπει κάτι ανάμεσα στην ιερότητα και την απόλυτη κοινοτοπία, την τέλεια επιφανειακότητα. Η απαθανατισμένη Μέριλιν που έχω μπροστά μου είναι εντελώς αποϋλοποιημένη, άσαρκη, και συγχρόνως άψυχη, κενή πνεύματος· γεμάτη λάμψη και συγχρόνως τρομακτικά νεκρή, θαμπή, ένα μοντέρνο Φαγιούμ μακιγιαρισμένο με σκληρά φανταχτερά «ποπ» χρώματα. Το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο και από τη φήμη στη λήθη ή την υστεροφημία, η σχέση ιερού και βέβηλου, η λειτουργία και η διαστρέβλωση των μύθων, τίθενται μέσα απ’ αυτές τις εικόνες με τρόπο βουβό αλλά καίριο. Πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί πίνακες φτιαγμένους (υποτίθεται) για να προσπερνιούνται και το βλέμμα μου να προσπαθεί να διεισδύσει άβατες ναρκισσευόμενες οθόνες, μέχρι η ανία να υπερκαλύψει αναπόφευκτα την περιέργεια…
Θρησκεία και Εργοστάσιο
Ο Αντι Γουόρχολ, ο κοσμικός, ο κυνικός, ο συνένοχος του θεάματος, μεγάλωσε, μας θυμίζει ο Γάλλος επιμελητής, δίπλα σε μια μητέρα βαθιά θρησκευόμενη, και δίπλα στις φρεσκοζωγραφισμένες εικόνες των αγίων της βυζαντινο–καθολικής εκκλησίας του Πίτσμπουργκ της παιδικής του ηλικίας. Δίπλα στις Μέριλιν και τις Λιζ, μια αυτοπροσωπογραφία από την εποχή που ήταν ακόμα φοιτητής στο Carnegie Institute of Technology, το 1948, με τον υπέροχα μπουρλέσκο τίτλο «Ο Κύριος μου Εδωσε το Πρόσωπό μου, αλλά εγώ Μπορώ να Ξύσω μόνος μου τη Μύτη μου (Με το δάχτυλο στη μύτη 1)», μοιάζει να προοικονομεί τη σχέση του νεαρού επίδοξου «αριβίστα» (σύμφωνα με κάποιους κακεντρεχείς κριτικούς) με την ιδέα του Θεού.
Πριν ακόμα πατήσει το πόδι του στη Νέα Υόρκη και κάνει επάγγελμά του τη ματαιοδοξία του κόσμου, πριν ακόμα πάρει πόζα και καλύψει την κόμη του με τη γνωστή άχαρη ξανθή περούκα (αναφορά στο πέπλο της Βερονίκης, λέει ο Alain Cueff), ο νεαρός Αντι έχει αποφασίσει ότι το μεγάλο στοίχημα της ζωής του θα είναι το περίφημο «κατ’ εικόνα». Μέσα από την κατασκευή της ίδιας του της περσόνας αλλά και μιας ολόκληρης επιχείρησης παραγωγής life style, ενός «Εργοστασίου» (Factory) με αλουμινένιους τοίχους και ασημένια πατώματα, ανάμεσα στο κλαμπ και το κονσερβοκούτι, ο Αντι Γουόρχολ θα σχεδιάσει διακριτικά αλλά μεθοδικά τη συμβολική επικυριαρχία του στον κόσμο του φαίνεσθαι.
Πίσω από τη βουλιμία του με τα πορτρέτα –μία από τις συνεργάτιδές του, η Daniela Morera, διηγείται: «Μας πίεζε συνεχώς να του φέρνουμε στο ατελιέ καινούργια πορτρέτα»– αρχικά των εκκεντρικών φίλων του και στη συνέχεια κάθε λογής διασημοτήτων και μελών του διεθνούς τζετ σετ, δεν μπορούμε παρά να διαβάσουμε μια αδηφάγα επιθυμία οικειοποίησης (κλοπής;) της αύρας των λαμπερών του πελατών–θηραμάτων, και συμβολικά, γιατί όχι, της ίδιας τους της εξουσίας.
Ενα ακόμα status symbol
Η εποχή του πρώτου Factory, 1963-1968, κατά τη διάρκεια της οποίας τα πορτρέτα σταρ του σινεμά, συλλεκτών (Εthel Scull 36 times) ή καταδικασμένων (Thirteen Most Wanted Man, 1964) εναλλάσσονται με εικόνες καταναλωτικών προϊόντων (Cambell’s Soup Cans, Coca-Cola), ηλεκτρικές καρέκλες και όπλα, είναι επίσης η εποχή των πρώτων αυτοπροσωπογραφιών. Ο Αντι ποζάρει μπροστά στον φακό αρχικά με ύφος ανέμελο, χολιγουντιανό, μιμούμενος τα μοντέλα του (1963-1964), με ύφος επιτυχημένου αινιγματικού γόη (1966-1967). Η ατμόσφαιρα αλλάζει μετά το 1968, όταν το Factory μετακομίζει στη Union Square, και ο ιδιοκτήτης της δέχεται τους παρά λίγο μοιραίους πυροβολισμούς της Βαλερί Σολάνα. Μια δεύτερη εποχή πορτρέτων και αυτοπροσωπογραφιών εγκαινιάζει η σειρά των Μάο, το 1971. Ακολουθούν οι μαύροι τραβεστί της σειράς Ladies and Gentlemen (1975), το πορτρέτο της μητέρας του Julia Warhola (1974), του ιδίου ως τραβεστί (1981), του Λένιν (1986) και αρκετών δεκάδων επιχειρηματιών, πολιτικών και βασιλιάδων, για τους οποίους ένα πορτρέτο ©Andy Warhol είναι απλά ένα ακόμα status symbol.
Η ξενάγησή μας λαμβάνει τέλος σε μια προσεκτικά στημένη αίθουσα, η οποία δανείζεται τον τίτλο της από ένα τεράστιο γουορχολικό μωσαϊκό (203x1069,3cm) με τίτλο «Ο Μυστικός Δείπνος» (Ο Ιησούς 112 φορές), 1986. Ενα χρόνο πριν πεθάνει, σε ηλικία 59 ετών, εκείνος που έλεγε ότι ήθελε να γραφτεί πάνω στον τάφο του η λέξη «προϊόν» (αντί του ονόματος), κλείνει τον κύκλο της ζωής και της τέχνης του με ένα έργο από κάθε άποψη εμβληματικό. Ο Ιησούς, όπως η Μέριλιν, είναι ένας ποπ σταρ, και η Μέριλιν όπως ο Ιησούς, είναι πλέον μια εικόνα. Δίπλα του, η σειρά με τα περίφημα Κρανία (1976), μας ψιθυρίζει το αληθινό πρόσωπο της ματαιοδοξίας, ενώ η ύστατη επιβλητική, άδεια Μεγάλη Ηλεκτρική Καρέκλα (1967-1968), προειδοποιεί για το αληθινό τίμημα της δόξας αλλά και της φαινομενικά ανώδυνης γουορχολικής τελετουργίας: στο συμβολικό αυτό «πέρασμα», τη θέση του ποταμού Αχέροντα έχει πάρει το ατελιέ, τη θέση της βάρκας του Χάροντα η καρέκλα και ο φακός του πορτρετίστα.
- Της Βανεσσας Θεοδωροπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 05/04/2009
No comments:
Post a Comment