«Το μικρόβιο παρατήρησης της φύσης μέσα από μια διαφορετική ματιά ξεκινά ασυνείδητα από την παιδική μου ηλικία μιας και ο πατέρας μου, εικαστικός και ο ίδιος, κατέφευγε πολύ συχνά σε λύσεις για την ολοκλήρωση των κεραμικών έργων του μέσα από την μελέτη της.» (http://www.xronos.gr/detail.php?ID=82323)

Ξεκινώντας με σπουδές Μαρμαρογλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου και συνεχίζοντας στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Θόδωρο Παπαγιάννη, ο Άρης Κατσιλάκης έχει επιδείξει μία τολμηρή και επίμονη ενασχόληση με την απόδοση του όγκου στον χώρο. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει, όπως δηλώνει κι ο ίδιος, είναι η εκκίνηση από οπτικά ερεθίσματα της φύσης και του κόσμου γύρω του, τα οποία όμως στη συνέχεια μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά, μέχρι που στην τελική τους αποτύπωση δε θυμίζουν πλέον σχεδόν τίποτα από την εικόνα της αρχικής τους προέλευσης. Κι αν η μετάλλαξη είναι μία διεργασία εξαιρετικά συνήθης στον χώρο της γλυπτικής, ειδικά από τότε που η μίμηση και η νατουραλιστική απόδοση της παραχώρησαν τη θέση τους, η αφοσίωση του Κατσιλάκη να την ενσαρκώνει μέσα από τόσα διαφορετικά υλικά είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτη: από το πλέον σκληρό πρωταρχικό υλικό, το μάρμαρο, πέρασε με ευκολία σε χρησιμοποιημένες ύλες όπως χαρτόνια, εφημερίδες, σπάγκους, ακατέργαστο μαλλί αλλά και ευτελή υλικά για να καταλήξει τα τελευταία χρόνια στον λευκό πηλό.
Με αναφορές στην Arte Povera αρχικά και σε ένα οριακό αμάλγαμα νέο-μπαρόκ και μινιμαλισμού έπειτα, οι γλυπτικές φόρμες του Κατσιλάκη μπορούν εύστοχα να χαρακτηριστούν ως «ευρήματα από το μέλλον». Ένα παράδοξο τις προσδιορίζει έτσι ευθύς εξαρχής: προέρχονται σαφώς από την φύση και τα έμβια όντα γύρω μας αλλά δεν μπορούν να ταυτιστούν με κανένα συγκεκριμένα˙ προσομοιάζουν απολιθώματα οργανισμών που συνήθως ανακαλύπτονται από αρχαιολόγους και επιστήμονες και εκτίθενται σε γυάλινες προθήκες προσφέροντας γνώση του παρελθόντος, αλλά τα πλάσματα που συγκροτεί προοικονομούν μελλοντικές μεταλλάξεις. Συνεπώς ούτε οι μορφοπλαστικές αναφορές αλλά ούτε και η χρονική τους οριοθέτηση μπορεί να προσδιοριστεί με ευκολία. Η απροσδιοριστία αυτή προκαλεί στον θεατή που βιώνει τις γλυπτικές συνθέσεις στον χώρο γύρω του μία ιδιαίτερη μίξη συναισθημάτων η οποία παραμένει μετέωρη μεταξύ της αισθητικής απόλαυσης και του φόβου μπροστά στο ανοίκειο.
Συμπλέγματα οργάνων και βιομηχανικών μελών που στην προηγούμενη περίοδο εξέλιξης του εικαστικού έτειναν να ταυτιστούν με τα απορρίμματα ενός καταναλωτικού κόσμου, τώρα με την νέα τους περιβολή του λευκού κεραμικού, ως καθαρές φόρμες χωρίς άβολες γωνιώδεις απολήξεις, μπορούν με περισσό θάρρος να σταθούν μέσα στον πιο υψηλής αισθητικής αστικό ή μουσειακό χώρο. Όχι πλέον σαν τρύπες ή σκοτεινές αντανακλάσεις από ανακυκλούμενα υλικά στην περιβάλλουσα τοποθεσία, αλλά σαν καλοδιατηρημένα απολιθώματα μιας φαντασιακής αρχαιολογίας του μέλλοντος. Απολιθώματα που εντείνουν τον απόκοσμο χαρακτήρα τους φλερτάροντας έντονα ακόμη και με μια ενοχλητικά καλαίσθητη διακοσμητικότητα που συγκρούεται αδυσώπητα με το δυσοίωνο σημαινόμενο που δεν παύει στιγμή να τα συνοδεύει: γενετικά μεταλλαγμένα ζώα ή ανθρώπινα υβρίδια, πλάσματα του βυθού ή χλωρίδα ενός μακρινού πλανητικού συστήματος, η πρόσφατη σειρά γλυπτών θα μπορούσε κάλλιστα να έχει βγει από κάποια από τις, πολλές είναι η αλήθεια, δυστοπικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας που γεμίζουν ασφυκτικά τις κινηματογραφικές αίθουσες.