- Νέα βιογραφία ανατρέπει το μύθο του αυτοκαταστροφικού ζωγράφου
- Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Απριλίου 2011
«Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που ξέρει να ντυθεί στο Παρίσι κι αυτός είναι ο Μοντιλιάνι», έλεγε ο Πικάσο. «Ο αριστοκράτης μας», τον αποκαλούσε ο Ζαν Κοκτό.
Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι έφτασε στο Παρίσι το 1906 σε ηλικία 21 ετών και γοήτευσε πρώτα με την προσωπικότητά του και μετά με την τέχνη του. Αυτή η συνθήκη θα ίσχυε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, 14 χρόνια μετά. Και τι ειρωνεία. Μετά θάνατον, η τέχνη του θα γινόταν ανάρπαστη εξαιτίας του έντονου και τόσο ταραχώδη βίου του.
Η νέα βιογραφία του γραμμένη από τη Μέριλ Σεκρέστ, που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Μοντιλιάνι: Μια ζωή» (Knopf), ανατρέπει το μύθο του αυτοκαταστροφικού ζωγράφου. Υποστηρίζει ότι επίτηδες ο Ιταλός καλλιτέχνης ξεκίνησε το ποτό και τα ναρκωτικά (χασίσι, κοκαΐνη και όπιο). Ηθελε πάση θυσία να κρύψει ένα μεγάλο μυστικό.
«Ηταν χαρούμενος», γράφει, «όταν οι άλλοι τον θεωρούσαν μεθύστακα και ναρκομανή. Ετσι, δεν έβλεπαν πάνω του τα σημάδια της φυματίωσης. Οι αλκοολικοί, άλλωστε, ήταν αποδεκτοί. Οι φυματικοί όχι. Το κοινωνικό στίγμα την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο και αυτομάτως σε εξόριζε στο περιθώριο της ζωής. Ο Μοντιλιάνι προτίμησε συνειδητά να κρύψει τη θανατηφόρα ασθένειά του απ' όλους, φίλους και ερωμένες».
Στις βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν, οι ιστορικοί τέχνης συμφωνούν ότι αιτία του θανάτου του στα 35 του χρόνια ήταν η φυματιώδης μηνιγγίτιδα. Η Σεκρέστ συμφωνεί. Ο Μοντιλιάνι δεν δημιουργούσε ερήμην του, υπό την επήρεια των ουσιών, αλλά εκτελούσε ένα καλοσχεδιασμένο σχέδιο προστασίας της υπόληψης και κυρίως της υστεροφημίας του. Ηξερε ότι θα πεθάνει, ισχυρίζεται η Σεκρέστ, γι' αυτό βιαζόταν να καθιερώσει την υπογραφή του. Εις βάρος της τέχνης του, που από ένα σημείο και μετά επαναλαμβάνεται. Οταν προς το τέλος της ζωής του είδε νέα έργα του Πικάσο και του Μπρακ, είπε «είμαι 10 χρόνια πίσω απ' αυτούς».
Γεννημένος το 1884 στο ιταλικό λιμάνι του Λιβόρνο, ήταν το νεότερο από τα τέσσερα παιδιά ενός ζεύγους Σεφαραδιτών Εβραίων. Η οικονομική τους κατάσταση είχε απότομα σκαμπανεβάσματα κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων. Μέχρι τα 16 του, όταν διαγνώστηκε με φυματίωση, είχε ήδη επιβιώσει από σοβαρές κρίσεις πλευρίτιδας και τύφου.
Η τέχνη (και η μητέρα του) τον έκανε να θέλει να ζήσει. Ο Μποτιτσέλι, που θαύμασε στα 14 του στο Ουφίτσι της Φλωρεντίας, ο δάσκαλός του Γκιγέλμο Μικέλι, οι Βρετανοί προ-Ραφαηλίτες, που ύμνησαν τη θηλυκή ομορφιά. Οταν διαγνώστηκε η φυματίωση ταξίδεψε με τη μητέρα του στο Κάπρι και τη Νάπολη. Η βελτίωση της υγείας του του επέτρεψε να σπουδάσει τέχνη στη Φλωρεντία και τη Βενετία, όπου θα έρθει σε επαφή με το έργο των Γάλλων ιμπρεσιονιστών και του Ροντέν.
Ετσι αποφασίζει να πάει στο Παρίσι. Η Σεκρέστ αναβιώνει με εξαιρετικές λεπτομέρειες την μποέμικη ζωή στο Παρίσι των πρώτων δεκαετιών του αιώνα. Σχέσεις, φίλοι, ερωμένες, αλλά και ο κύκλος των αβάν-γκαρντ καλλιτεχνών της Μονμάρτρης και του Μονπαρνάς. Εκεί θα γνωρίσει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Ενας απ' αυτούς, ο γλύπτης Μπρανκούζι, θα ασκήσει μεγάλη επιρροή στο έργο του. Θα εγκαταλείψει τη ζωγραφική για να αφοσιωθεί στη γλυπτική. Σμιλεύει μακρόστενα, ανέκφραστα προσωπεία, με μακριές, στενές μύτες, σήμα κατατεθέν σε όλο του το έργο, γλυπτό και ζωγραφικό. Εμπνέεται από τις Καρυάτιδες και την αφρικανική τέχνη. Γνωρίζει τον Πολ Αλεξάντρ, τον πρώτο άνθρωπο που θα στηρίξει έμπρακτα το έργο του, προσφέροντάς του ένα ατελιέ και αγοράζοντας έργα του.
Με το ίδιο πάθος ζει και τις ερωτικές του σχέσεις. «Ηταν νέος και δυνατός, δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου πάνω από το ρωμαϊκού κάλλους πρόσωπό του», έχει γράψει μία από τις ερωμένες του Πικάσο, η Φερνάντ Ολιβιέ. Σύμφωνα με τη βιογράφο, ποτέ δεν προειδοποίησε τις γυναίκες για το τι κουβαλάει, ανάμεσά τους τη διάσημη Ρωσίδα ποιήτρια Ανα Αχμάτοβα και τη Βρετανίδα δημιοσιογράφο και συγγραφέα Μπεατρίς Χάστινγκς. Το 1917, σε μια εκδήλωση προς τιμήν του Ζορζ Μπρακ, που μόλις είχε γυρίσει από τον πόλεμο με πληγές και μετάλλια, η Χάστινγκς έβγαλε όπλο για να τον πυροβολήσει παρουσία του Ματίς και του Πικάσο. Ο Μοντιλιάνι είχε δωροδοκηθεί από τους διοργανωτές να μην πλησιάσει. Δεν υπάκουσε. Τελικά, το όπλο απομακρύνθηκε, μαζί και ο Μοντιλιάνι, η πόρτα κλειδώθηκε και η βραδιά συνεχίστηκε ήρεμα και ωραία.
Τελευταία και πιο τραγική σύντροφός του ήταν η νεαρή φοιτήτρια Ζαν Εμπιτέρν. Κατά τη συμβίωσή τους ο Μοντιλιάνι θα ζωγραφίσει μερικά από τα ωραιότερα πορτρέτα του. Πέθανε στις 24 Ιανουαρίου 1920. Ηταν 35 ετών. Η Εμπιτέρν δύο μέρες μετά, 8 μηνών έγκυος, πήδηξε από το παράθυρο. Σκοτώθηκαν και αυτή και το έμβρυο. Πλήθος κόσμου τον συνόδευσε στην κηδεία του, στο νεκροταφείο Περ Λασέζ.
Ενα χρόνο πριν από το θάνατό τους είχε γεννηθεί η κόρη τους Ζαν, την οποία μεγάλωσε η μητέρα του Μοντιλιάνι. Αφού δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην Αριστερά, κατέληξε να είναι αυθεντία στην εκτίμηση έργων του πατέρα της. Ο Μοντιλιάνι θεωρείται ένας από τους 10 πιο πρόσφορους για πλαστογραφία καλλιτέχνες. Ειδικοί εκτιμούν ότι κυκλοφορούν ακόμη τουλάχιστον 1.000 πλαστοί Μοντιλιάνι στην αγορά. Η Ζαν πέθανε βυθισμένη στο αλκοόλ, το 1984, 100 χρόνια μετά τη γέννηση του πατέρα της.*