Sunday, August 26, 2012

Πτώση αξιών στην αγορά Τέχνης. Οι νεόκοποι συλλέκτες εγκατέλειψαν τον χώρο

Πτώση της αξίας των έργων τέχνης κατά 30%, μείωση των πωλήσεων, σκληρά παζάρια και σταδιακή εξαφάνιση των συλλεκτών μικρότερου βεληνεκούς: αυτή είναι η δεινή πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς έργων τέχνης, που άνθησε κατά τα χρόνια της αφθονίας και του εύκολου χρήματος και κατέρρευσε στην παρούσα οικονομική συγκυρία. Το όνομα του Γιάννη Τσαρούχη (έργο του στη φωτογραφία) συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο με τα λιγοστά ονόματα Ελλήνων καλλιτεχνών, οι οποίοι παραμένουν «σταθερές αξίες» και τον καιρό της κρίσης, αποκαλύπτουν στην «Κ» γκαλερίστες και εκτιμητές. Σε πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτων, χωρίς τιμολόγια ή επίσημες ανακοινώσεις, διακινούνται πλέον τα εκτιμώμενα ως καλά «κομμάτια», ενώ τώρα οι έμποροι έργων τέχνης έχουν αρχίσει να αναζητούν αγοραστές στο εξωτερικό. Περίπου το 90% των νεόκοπων συλλεκτών, που κατά τους χρόνους της ευμάρειας αγόραζαν έργα ως επενδύσεις χρήματος, έχουν πλέον εγκαταλείψει τον χώρο της Τέχνης, όμως οι παλαιότερες συλλογές δείχνουν να αντέχουν ακόμα.


Συλλέκτες εγκλωβισμένοι στη Σοφοκλέους της Τέχνης

Γκαλερίστες, έμποροι, εκτιμητές αποκαλύπτουν στην «Κ» τη δεινή πραγματικότητα του χώρου

  • Της Μαργαριτας Πουρναρα, Η Καθημερινή, 26/8/2012
«Πουλάτε με το μέτρο ή με το κιλό;» ήταν το σύνηθες αστείο που ακουγόνταν στις αρχές του ’80, σε εγκαίνια εκθέσεων στις ελληνικές γκαλερί. Ανοστο αλλά δηλωτικό της αμηχανίας που ένιωθαν πολλοί όταν βρίσκονταν ανάμεσα σε πίνακες ζωγραφικής. Στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν, η εγχώρια αγορά της τέχνης μεταμορφώθηκε, ακολουθώντας τη ριζική άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η «δεξαμενή» των αγοραστών διευρύνθηκε, το νέο χρήμα μπήκε -μαζί με το παλιό- στο παιχνίδι των δημοπρασιών ελληνικού ενδιαφέροντος στο Λονδίνο, οι ξένοι οίκοι επωφελήθηκαν από την αγοραστική έκρηξη.

Βίλες στην Εκάλη, καθώς και μεσοαστικά σπίτια στα βόρεια προάστια, το κέντρο και τα παραλιακά προάστια γέμισαν έργα. Το ίδιο και κάποια πολυτελή εξοχικά στα νησιά. Η τέχνη έγινε μεράκι και συλλεκτική μανία για ορισμένους, πεδίο κοινωνικής επιβεβαίωσης για άλλους, επενδυτική ευκαιρία για ορισμένους. Ως το 2009, όταν άρχισαν να γίνονται αισθητά τα σημάδια της οικονομικής ύφεσης.

Η «Κ» μίλησε με γκαλερίστες, εμπόρους και εκτιμητές έργων τέχνης και καλλιτέχνες, οι οποίοι περιγράφουν τη νέα δεινή πραγματικότητα σε έναν τομέα που καθρέφτισε την άνοδο και την πτώση της ελληνικής οικονομίας και παραοικονομίας. Αλλωστε όλα αυτά τα χρόνια, ένα τμήμα του εμπορίου τέχνης κινήθηκε με «μαύρα» λεφτά. Κατά την τελευταία τριακονταετία δημιουργήθηκαν νέες φυλές συλλεκτών, οι οποίοι ενεπλάκησαν στο κυνήγι της απόκτησης έργων με διαφορετικά κίνητρα. Κάποιοι εξ αυτών έχουν προσπαθήσει να πουλήσουν μέρος ή και το σύνολο της συλλογής τους. Το θέμα είναι ότι οι αγοραστές όχι μόνο είναι ελάχιστοι, αλλά κάνουν και σκληρά παζάρια.


  • Η εποχή των ισχνών αγελάδων

Αλήθεια, τι κυκλοφορεί σήμερα στην ελληνική αγορά της τέχνης; Ποια έργα διακινούνται από στόμα σε στόμα, μέσα σε πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτων, στα ντεπό των γκαλερί, στη δευτερογενή αγορά των δημοπρασιών; Υπάρχουν καλλιτέχνες που έχουν διατηρήσει αλώβητη την αγοραστική τους αξία; Εσπασαν μεγάλες και καλές συλλογές; Ποιοι αγοράζουν ακόμα τέχνη;

«Η αγορά έχει αρχίσει να χαλάει από κάτω προς τα πάνω», επισημαίνει η έμπορος τέχνης Μανίτα Τριάρχου. «Oι συλλέκτες που έχτισαν με κόπο, χρήμα και γνώση μια ποιοτική συλλογή αυτά τα τριάντα χρόνια δεν έχουν πουλήσει ούτε ένα έργο. Δεν κάνουν σπασμωδικές κινήσεις ακόμα και αν αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Συνεπώς, είναι δύσκολο να βρει κανείς σπουδαία έργα προς πώληση και μάλιστα σε ελκυστική τιμή. Αντιθέτως, τα έργα δεύτερης και τρίτης διαλογής είναι σε αφθονία. Ομως σχεδόν κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά παρότι οι τιμές έχουν πέσει πολύ. Μόνο στην περίπτωση που βγει ένα καλό έργο στην αγορά, υπάρχουν ορισμένες προτάσεις αλλά συνήθως η αξία του έχει πέσει κατά 30% ή και παραπάνω σε σχέση με το 2008», λέει η Τριάρχου, η οποία πλέον έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην ανεύρεση αγοραστών που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό.

«Οι Ελληνες αφυπνίστηκαν αγοραστικά κατά την δεκαετία του ’80», λένε οι γκαλερίστες Αρσέν και ο Ρουπέν Καλφαγιάν. «Η ευμάρεια οδήγησε πολλούς επιτυχημένους ελεύθερους επαγγελματίες και νεόκοπους επιχειρηματίες να ανακαλύψουν την τέχνη. Ηταν μια υποομάδα συλλεκτών που προσετέθη στους παλαιούς συλλέκτες, οι οποίοι ήταν πάντα πολύ πιο κατατοπισμένοι. Σήμερα, μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη οικονομικά, σπάνια θα δει κανείς έναν καταξιωμένο συλλέκτη να βγάζει στο σφυρί τα έργα του. Εμείς κληθήκαμε τα τελευταία χρόνια να διαχειριστούμε την πώληση ή την αγορά αξιόλογων έργων που ανήκαν σε παλαιότερες συλλογές. Ομως αυτά δεν βγαίνουν στην αγορά μαζικά αλλά μεμονωμένα. Οι νεόκοποι συλλέκτες, άνθρωποι που δαπανούσαν ώς 60.000 ευρώ τον χρόνο για αγορές έργων, προσπαθούν να πουλήσουν κάποια από τα αποκτήματά τους, αλλά οι συνθήκες σήμερα είναι αντίξοες. Οι συλλογές τους σπάνια ξεπερνούσαν τους 20 πίνακες» υπογραμμίζουν στην «Κ».


  • Χαμένοι οι νεόκοποι συλλέκτες

Η Ελένη Κυπραίου εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιστορική γκαλερί «Νέες Μορφές». Σήμερα είναι η κινητήριος δύναμη του Μουσείου Μπουζιάνη, ενώ κάνει και εκτιμήσεις έργων τέχνης. «Οι μικρότερου βεληνεκούς συλλέκτες είναι κατά τη γνώμη μου οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης», μας λέει, «διότι η οικονομική τους στενότητα τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε πωλήσεις από το 2010 και μετά. Τους χωρίζω σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν οι “συναισθηματικοί” συλλέκτες που αγόραζαν έργα από τα χρήματα που έβγαζαν από το επάγγελμά τους και ανέπτυξαν μεράκι και προσωπική αισθητική. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι “επενδυτές”, όσοι αγόραζαν έργα με την πεποίθηση ότι θα τα ξαναπουλήσουν γρήγορα και θα βγάλουν χρήματα. Τώρα είναι σαν τους εγκλωβισμένους του Χρηματιστηρίου. Βλέπετε, οι ίδιοι άνθρωποι που προσπαθούν να πουλήσουν ήταν εκείνοι που αγόραζαν έργα σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Το 90% έχει εξαφανιστεί από την αγορά», συμπληρώνει η κ. Κυπραίου.

Είναι σαφές ότι η φούσκα των τιμών έχει σκάσει και ελάχιστοι είναι οι καλλιτέχνες, των οποίων τα έργα κρατούν ακόμα υψηλές τιμές. «Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Γιάννης Μόραλης, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Παναγιώτης Τέτσης, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας» λέει η Μανίτα Τριάρχου.

Και ποιος αγοράζει αυτά τα έργα; «Ορισμένοι που έχουν καταφέρει να μην πληγούν από την κρίση και έχουν χρήματα στο εξωτερικό», απαντά η Ελένη Κυπραίου. Εμπορος τέχνης που θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του αποκαλύπτει στην «Κ» ότι τα παζάρια που γίνονται τον τελευταίο καιρό είναι εξαιρετικά σκληρά και οι αγοραστές παίρνουν δύο ή τρία έργα στην τιμή του ενός. Οι πληροφορίες συχνά κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και τα έργα μεταφέρονται σε πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτων, χωρίς βεβαίως τιμολόγια.

Ο γκαλερίστας Παντελής Αραπίνης, γνώστης της αγοράς έργων τέχνης, πιστεύει ότι η φούσκα έβλαψε πολύ την ελληνική εικαστική σκηνή: «Σήμερα η αγορά έχει ακινητοποιηθεί. Είναι όμως λογικό, καθώς άλλαξαν άρδην τα δεδομένα. Τη δεκαετία του 2000 υπήρξε τέτοια απότομη άνοδος στις τιμές, που πολλοί οι οποίοι δεν είχαν καμιά σχέση με την τέχνη, πίστεψαν ότι μπορούν να βγάλουν εύκολα χρήματα, σαν μια επένδυση χωρίς ρίσκο. Υπήρχαν πολλά έργα των οποίων η τιμή αυξανόταν κατά δεκάδες χιλιάδες μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Ιδιαίτερα την περίοδο όπου άρχισαν να γίνονται οι δημοπρασίες ελληνικού ενδιαφέροντος στο Λονδίνο, οι τιμές απογειώθηκαν. Δυστυχώς η “δεξαμενή” των συλλεκτών δεν διευρύνθηκε με σωστό τρόπο στην Ελλάδα».

Η κρίση επηρεάζει άμεσα και τους ίδιους τους καλλιτέχνες που βιοπορίζονται από τις εκθέσεις: «Εκανα την πρώτη ατομική το 1981, μαζί με μια φουρνιά νέων εικαστικών που τότε έβγαιναν στο προσκήνιο», λέει ο Μανώλης Χάρος. «Ηταν μια εποχή όπου οι καλλιτέχνες άρχιζαν να βγάζουν χρήματα από τις εκθέσεις τους, κάτι που δεν ήταν δεδομένο στο παρελθόν. Η πορεία μας συνέπεσε με την άνοδο του λάιφ στάιλ, την έκρηξη στις κατασκευές πολυτελών κατοικιών και του εύκολου χρήματος. Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί που πίστεψαν ότι έγιναν συλλέκτες επειδή αγόραζαν έργα για τα σπίτια ή τα εξοχικά. Ομως αυτοί οι άνθρωποι ούτε διαμόρφωσαν μια προσωπική αισθητική ούτε εν τέλει μπόρεσαν να επηρεάσουν το συλλογικό γούστο. Υπήρχαν όμως και συλλέκτες που ευτυχώς δεν αντιμετωπίζουν τα έργα σαν να είναι χαλιά ή έπιπλα. Τώρα που έσπασε η φούσκα, φαίνεται η διαφορά».

No comments: