O «ύστερος Τιτσιάνο και η αισθησιακότητα της ζωγραφικής», στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης, είναι από τις εκθέσεις εκείνες όπου και ελάσσονα έργα φαίνονται σοβαρά. Από αυτήν την άποψη είναι ένας παράδεισος του φιλότεχνου, γιατί δοκιμάζει την παρατηρητικότητα του βλέμματος και τη βαθύτητα του πνεύματος.
Ο ύστερος Τιτσιάνο είναι ένα από τα μεγάλα αινίγματα της τέχνης. Ως την ημέρα που πέθανε, κοντά στα 90 του χρόνια, κυριαρχούσε στη φωλιά εκείνη των φιδιών που ήταν η καλλιτεχνική σκηνή της Βενετίας του 16ου αιώνα. Αλλοτε τελειοποιούσε τα έργα του ώς το θάμβος και άλλοτε τα άφηνε μισοτελειωμένα. Πότε αιθέρια και πότε στοιχειωμένα, τα ύστερα αυτά έργα πετούν πάνω από τους αιώνες και φθάνουν στο σήμερα, ασκώντας μια περίεργη γοητεία στο σύγχρονο βλέμμα. Τούτο ακριβώς αποδεικνύει η έκθεση στη Βιέννη, όπου ενισχύοντας την καταπληκτική από μόνη της συλλογή Τιτσιάνο του Ιστορικού Μουσείου, έχουν καταφθάσει αριστουργήματα από το Πράδο, το Λούβρο και αλλού.
Ενα από αυτά είναι το «Γδάρσιμο του Μαρσύα», ίσως το πιο στοιχειωμένο έργο του Τιτσιάνο, όπου ο Απόλλωνας, έχοντας νικήσει τον σάτυρο Μαρσύα σε μουσικό διαγωνισμό, γδέρνει το κορμί του χαμένου, που κρέμεται ανάποδα από ένα δένδρο. Το αίμα στάζει και τις λιμνούλες που σχηματίζει στο χώμα, γλείφει ένας σκύλος.
Ο βασιλιάς Μίδας, που έχει τη μορφή του ίδιου του ζωγράφου, με το πιγούνι στο χέρι, κοιτάζει ανήμπορος. Τριγύρω τους φιγούρες σαν μέσα σε χορό, σχηματίζουν μια ενορχήστρωση από μέλη και πρόσωπα, πολύ ελεύθερα δοσμένη, πάνω στον μουσαμά, όπου διακρίνεται καθαρά μόνο μια μικρή, λευκή κουκίδα που είναι η λάμψη στο μάτι του Μαρσύα καθώς από το χώμα κοιτάζει τον θεατή.
No comments:
Post a Comment