Sunday, December 9, 2012

Ο ΛΟΥΚΑΣ ΚΡΑΝΑΧ KΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥ ΕΠΟΧΗ


Η μεγαλοπρεπής έκθεση του Γερμανού αναγεννησιακού καλλιτέχνη Λούκας Κράναχ στο πρόσφατα και για δεύτερη φορά ανακαινισμένο Μουσείο του Λουξεμβούργου –στους περίφημους κήπους του ομώνυμου παλατιού– αποτελεί την πρώτη ατομική έκθεση του σημαντικού έργου του ζωγράφου στη Γαλλία. Ειδικότερα, η τωρινή έκθεση –της οποίας τα εγκαίνια, στις 9 Φεβρουαρίου, συνέπεσαν με τα εγκαίνια του ανακαινισμένου κτιρίου που είχε παραμείνει για έναν περίπου χρόνο κλειστό και θα διαρκέσει έως τις 23 Μαΐου 2011– συμπεριλαμβάνει έναν εντυπωσιακό αριθμό από τα αριστουργηματικότερα έργα του ζωγράφου. Σχεδόν συγχρόνως, ο πρόεδρος του Μουσείου του Λούβρου κ. Η. Loyrette κατόρθωσε να αγοράσει για λογαριασμό του μουσείου, με τη βοήθεια πέντε χιλιάδων μαικήνων, ένα από τα πιο φημισμένα έργα του Κράναχ, «Οι Τρεις Χάριτες» (1531, λάδι σε ξύλο).

Ο Κράναχ, γεννημένος περί το 1472 –η χρονολογία δεν έχει καθοριστεί επακριβώς– στο Κρόναχ, πολίχνη στα βορειοδυτικά της σημερινής Βαυαρίας, είχε αποκτήσει εν ζωή μεγάλη φήμη τόσο με τη ζωγραφική του σε τελάρο όσο και με τις τοιχογραφίες και τη χαρακτική του, όπου είχε γνωρίσει την επιρροή του μοναδικού Α. Ντύρερ και των χαρακτικών του από την ενότητα του «Πάθους» (1497-1498).
Πρώτος σταθμός της σταδιοδρομίας του ήταν η Βιέννη και, ειδικότερα, η Αυλή του Μαξιμιλιανού του Α' (1459-1519), που προέβαλε σαν κυψέλη έντονων πολιτικών ζυμώσεων και δυναμικής καλλιτεχνικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς της τέχνης. Εκεί είχε φιλοτεχνήσει μια μνημειακή χαρακτική σύνθεση για τη δόξα της αυτοκρατορικής οικογενείας ο Ντύρερ και, πάλι εκεί, φιλοτέχνησε τα πρώτα του αριστουργήματα ο Κράναχ. Στη Βιέννη παρατηρούμε τότε μια ιδιαίτερη άνθηση του ουμανισμού με την παρουσία διάσημων Γερμανών ουμανιστών που επιχειρούσαν να προβάλουν και να εγκαταστήσουν συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στην αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα. Μάλιστα, σε ένα έργο του Κράναχ, όπως «H Σταύρωση των Σκωτσέζων» (γύρω στα 1500, 58,5 x 45 εκ., Kunsthistorisches Museum, Βιέννη) βλέπουμε την επίδραση του ουμανισμού, ενώ στην ίδια πάντοτε φάση του καλλιτέχνη η φύση καταλαμβάνει αρκετά σημαντικό μέρος στα εμπνευσμένα από τη Βίβλο και τη μυθολογία έργα του, παραγγελίες για την πολυάριθμη πελατεία του. Ειδικότερα, τόσο στη «Σταύρωση των Σκωτσέζων» όσο και στη «Σταύρωση» (1503), που φυλάσσεται στην Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου, η πιο έντονη παρουσία της φύσης προαναγγέλλει την ακόμη μεγαλύτερη θέση που θα καταλάβει στα μεταγενέστερα έργα του –εκείνα που θα φιλοτεχνήσει στη Βυρτεμβέργη–, έχοντας υποστεί την επίδραση των ζωγράφων τοπίου της Κοιλάδας του Δούναβη στη διάρκεια του ταξιδιού που τον οδήγησε από τη Βιέννη εδώ. Ο Κράναχ όντως γνώρισε τότε από κοντά τα έργα των ζωγράφων της Ρατισβόνης, της Νυρεμβέργης και άλλων πόλεων της Κοιλάδας του Δούναβη, που διέφεραν από εκείνα άλλων περιοχών της Γερμανίας, εξαιτίας της προσήλωσής τους στο τοπίο.
Πράγματι, και στις δύο «Σταυρώσεις» η ένταξη των μορφών στο τοπίο είναι εναρμονισμένη με αυτό, ενώ η απόδοση της φύσης χαρακτηρίζεται από ρεαλιστική προσέγγιση. Ακόμη, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον πρωτότυπο εικονογραφικό τύπο της «Σταύρωσης» της Παλαιάς Πινακοθήκης του Μονάχου, καθώς ο Κράναχ αναδεικνύεται στον πρώτο καλλιτέχνη που αποτόλμησε να ζωγραφίσει τον Εσταυρωμένο από μια ανορθόδοξη οπτική γωνία. Η όλη απεικόνιση προσφέρεται σε θέαση πλευρικά και όχι κατά μέτωπο, ενώ ο Χριστός προβάλλει στο σταυρό σε στάση τριών τετάρτων. Ο ένας από τους δύο ληστές απεικονίζεται προφίλ στο αριστερό άκρο της σκηνής και η μόνη κατά μέτωπο απεικόνιση είναι εκείνη του δεύτερου ληστή. Επίκεντρο της όλης σκηνής είναι το σύμπλεγμα Παναγίας - Ιωάννη, με την Παναγία να προσβλέπει το μονογενή της Υιό με μια έκφραση που συμβολίζει τον οίκτο και τη στοργή για ολάκερη την ανθρωπότητα.
Ο δεύτερος σημαντικός σταθμός στην πορεία του Κράναχ είναι η Βυρτεμβέργη, την οποία ο Φρειδερίκος ο Γ' ο Σοφός (1463-1525) πάσχισε, και πέτυχε, να καταστήσει ένα ζωντανό πολιτιστικό, πανεπιστημιακό και καλλιτεχνικό κέντρο. Εκεί ο Κράναχ, με την ιδιότητα του επίσημου –εντεταλμένου– ζωγράφου της Αυλής και την κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση που αυτή επιφέρει, έτυχε τιμών και απολαβών πολύ μεγαλύτερων από εκείνες των άλλων καλλιτεχνών. Εκτελώντας και χρέη διακοσμητή για τους πύργους που έχτιζε ο Φρειδερίκος ο Γ', σχεδίαζε τα κοστούμια των αυλικών, τα οικόσημα και τα εμβλήματα, χάραζε σκηνές από τις κονταρομαχίες και, γενικότερα, από τη ζωή της Αυλής και ήταν επικεφαλής ενός ολόκληρου οικογενειακού εργαστηρίου που συμπεριελάμβανε τους δυο γιους του, τον Χανς (1513-1537) και τον Λούκα το Νεότερο (1515-1586), και μια ομάδα δέκα μαθητευόμενων βοηθών.
Βαθιά θρησκευόμενος, ο Φρειδερίκος ο Σοφός ενθάρρυνε τη λατρεία των ιερών κειμηλίων –στις αρχές του 16ου αιώνα η Σαξονία απαριθμούσε 20.000 κειμήλια–, καθώς και ένα θρησκευτικό κίνημα που είχε έρθει από τις Κάτω Χώρες και πρέσβευε την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση, με αφετηρία τις εικαστικές μαρτυρίες από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας. Μάλιστα, η λατρεία της Παναγίας είχε λάβει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις. Ατμόσφαιρα που πολλαπλασίαζε τις παραγγελίες έργων με θρησκευτικό περιεχόμενο στον Κράναχ. Ο Φρειδερίκος, μάλιστα, έστειλε τον καλλιτέχνη με διπλωματική αποστολή στις Κάτω Χώρες, ώστε να σχηματίσει άμεση και προσωπική εντύπωση των τεκταινομένων στην τέχνη.
Στη θεματολογία του Κράναχ συμπεριλήφθηκαν και πολλές μυθολογικές σκηνές που αποτελούσαν το αγαπημένο ρεπερτόριο των εκλεκτόρων της Σαξονίας. Στο πλαίσιο αυτής της θεματολογίας, οι «Αφροδίτες» και τα γυναικεία γυμνά του Κράναχ γνώρισαν μια δίχως προηγούμενο έξαρση στη δεκαετία 1520-1530, ενώ, συγχρόνως, στάθηκαν αφορμή να προβληθεί ένας πρωτόγνωρος και συγχρόνως διακριτικός αισθησιασμός. Αισθησιασμός που έφτασε σε κορύφωση στο αριστουργηματικό έργο «Oι Τρεις Χάριτες».
Ένα από τα πιο γνωστά έργα του, «Η Νύμφη και η Πηγή» (μετά το 1537, Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον), επίσης αποκαλύπτει την αισθησιακότητα με την οποία ο καλλιτέχνης απαθανάτιζε τόσο τη φύση όσο και το γυναικείο γυμνό. Οι παραγγελίες ανάλογων έργων είχαν καταστήσει τον Κράναχ πολύ πλούσιο, ήδη εν ζωή, και αποτελούσαν τη μια από τις δύο κύριες παρακαταθήκες της θεματολογίας του: την αστική - κοινωνική και τη θρησκευτική. Ειδικότερα, ανάμεσα στο 1529 και το 1532 ο Κράναχ επικεντρώνεται σε δύο γυναικείες μορφές γνωστές για τον ηρωισμό και το ήθος τους: Tην Ιουδίθ, την οποία απεικόνισε σε δεκαεννέα έργα, και τη Λουκρητία, που της αφιέρωσε τριάντα πέντε συνθέσεις.
Καθώς η Σαξονία υπήρξε προπύργιο του λουθηρανισμού και ο ίδιος ο Κράναχ ήταν προσωπικός φίλος και ένθερμος υποστηρικτής του Λούθηρου, φιλοτέχνησε πολλές παραλλαγές των εικόνων που συνόδευαν τις μεταφράσεις στα γερμανικά της Βίβλου, καθώς και σκηνές που ανταποκρίνονται στην κατήχηση του αρχηγού της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης. Ο ζωγράφος είχε αναγράψει χαρακτηριστικά στο πρώτο πορτρέτο του φίλου του, που χάραξε το 1520, απεικονίζοντάς τον σαν Αυγουστίνο μοναχό, «ο ίδιος ο Λούθηρος δημιουρ γεί ένα αιώνιο πορτρέτο του πνεύματός του, αλλά το κερί του Λούκα (Κράναχ) μάς μεταφέρει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του».
Οι παραγγελίες που είχαν ανατεθεί στον Κράναχ την εποχή της Μεταρρύθμισης ήταν τόσο πολλές, ώστε να έχει αφάνταστα πλουτίσει και να είναι κύριος μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που περιλάμβανε, ανάμεσα σε άλλα, κάπου σαράντα κατοικίες στο κέντρο της Βυρτεμβέργης, τις οποίες ενοικίαζε σε υψηλές τιμές σε ταξιδιώτες και σε καλλιτέχνες. Τα πλούτη αυτά, καθώς και οι εντυπωσιακά μεγάλες τιμές στις οποίες πωλούσε τα έργα του συνετέλεσαν στο να τον θεωρούν πολλοί ως τον αστό της τέχνης.
Όταν ο διάδοχος του Φρειδερίκου Ιωάννης της Σαξονίας, μετά την ήττα του στο Μίλμπεργκ, παύθηκε το 1552 από εκλέκτορας της Σαξονίας, ο Κράναχ τον ακολούθησε στη Βαϊμάρη, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο, το 1553.
Ο ζωγράφος άφησε πίσω του έργα υψηλής ποιό τητας τόσο σε ό,τι αφορά στο επίπεδο του μετιέ όσο και στων εικονογραφικών νεοτερισμών που εισήγαγε. Αυτή ακριβώς η ποιότητα δεν αποδυναμώνεται από την «εμπορικότητα» που αποπνέουν οι κάπως τυποποιημένες, λόγω της μεγάλης ζήτησης και των τεχνικών συνθηκών, παραγγελίες που ανέλαβε.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αφιέρωμα του Figaro Magazine «Η Αναγέννηση πέρα από τον Ρήνο» και από το λεύκωμα της έκθεσης στο Μουσείο του Λουξεμβούργου.

[Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Επίκαιρα, 21/4/2011]

No comments: