Πολλοί γνώριζαν, κανείς δεν κατήγγελλε
Η «Κ» αποκαλύπτει πώς λειτουργούσαν τα κυκλώματα πλαστών έργων τέχνης τη δεκαετία του 2000
Της Μαργαριτας Πουρναρα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/2/2012
Στο βάθος, η θάλασσα, μουντή και γκρίζα σαν να την έχει ζωγραφίσει ο Αλταμούρας. Μπροστά στο παράθυρο, όρθιος, κοιτάζει το τοπίο ένας από τους ισχυρούς Ελληνες συλλέκτες, με σημαντικά έργα στην κατοχή του. Θέμα της συζήτησής μας, η δίκη που έγινε πριν από μερικές ημέρες για την υπόθεση του εφοπλιστή Διαμαντή Διαμαντίδη.
Ο γνωστός πλοιοκτήτης και συλλέκτης, με αγωγή του κατά του οίκου Sotheby’s, ζήτησε αποζημίωση περίπου 2,2 εκατομμύρια ευρώ για δύο έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη, τα οποία αγόρασε σε δημοπρασίες του οίκου στο Λονδίνο, το 2006 και 2007, και θεωρεί ότι είναι πλαστά.
Η υπόθεση, για την οποία η Δικαιοσύνη θα αποφανθεί σε μερικούς μήνες, έφερε πάλι στο προσκήνιο την όζουσα πραγματικότητα στο εμπόριο έργων τέχνης Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου και του 20ού αιώνα, εξαιτίας της θρασύτατης και αδιάκοπης δράσης κυκλωμάτων πλαστογραφίας.
«Ακόμα και αν το δικαστήριο δικαιώσει τον Διαμαντίδη, είναι πια αργά», λέει ο συλλέκτης, που θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του. «Το εμπόριο της ελληνικής τέχνης είναι σήμερα σαν ψόφιο άλογο, αφού έτρεξε όμως δαιμονισμένα την δεκαετία του 2000. Οσοι επιτήδειοι πρόλαβαν και έβγαλαν χρήματα με τα πλαστά έργα, εξαπατώντας ανθρώπους που είχαν άγνοια, τώρα αποσύρονται σταδιακά. Δεν υπάρχει πλέον τζίρος και η τέχνη δεν τους ενδιέφερε ποτέ. Μόνο το χρήμα».
Αστρονομικές τιμές
Η διαπίστωσή του είναι μελαγχολική αλλά σωστή. Εκείνο το χρονικό διάστημα, όπως έγραφε η «Κ» τον Απρίλιο του 2008, δημιουργήθηκε η φούσκα της ελληνικής τέχνης με αστρονομικές τιμές. Οι δημοπρασίες στο Λονδίνο και στην Αθήνα αποτέλεσαν πεδίο ανταγωνισμού για ευκατάστατους γνώστες της τέχνης, αλλά και νεόκοπους συλλέκτες που αναζητούσαν κοινωνική καταξίωση.
Οι πλαστογράφοι με τη σειρά τους οργίασαν, βασιζόμενοι στην εξέλιξη των τεχνικών τους, στην αυξημένη ζήτηση για Ελληνες «old masters», στην έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών (σώμα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για πιστοποιήσεις αυθεντικότητας, ιδρύματα που προστατεύουν την παρακαταθήκη των καλλιτεχνών κ.ά.) καθώς και στην απροθυμία των αγοραστών να παραδεχθούν ότι αγόρασαν έναν πλαστό και να διεκδικήσουν τα χρήματά τους.
Η «Κ» αποκαλύπτει σήμερα αυτό που πολλοί γνώριζαν, λίγοι ψιθύριζαν και ελάχιστοι κατήγγειλαν δημοσίως: πάντα υπήρχαν κυκλώματα πλαστογραφίας στην Ελλάδα, όμως τα τελευταία χρόνια μια ομάδα κατάφερε να επισκιάσει όλες τις άλλες, να συγκεντρώσει τεράστια χρηματικά ποσά, να εξαπατήσει δεκάδες αγοραστές και, δυστυχώς, να αλλοιώσει την καλλιτεχνική μας κληρονομιά, νοθεύοντάς την με δεκάδες ή και εκατοντάδες πλαστά έργα.
Θα αναρωτιέται κανείς γιατί η δράση της δεν ήρθε νωρίτερα στο φως.
Η απάντηση είναι απλή. Ο κύκλος των εμπλεκομένων στο κύκλωμα είναι ευρύτατος: άλλοι συμμετείχαν από δόλο, άλλοι από άγνοια ή ευπιστία, κάποιοι έπεσαν θύματα και δεν θέλουν να μιλήσουν, άλλοι φοβούνται να μιλήσουν, άλλοι κατάλαβαν εκ των υστέρων το ποιόν των συνομιλητών τους.
Ζούμε σε μια μικρή χώρα, με ρηχή αγορά τέχνης και μια ιδιότυπη «ομερτά». Πολλοί ξέρουν την αλήθεια αλλά δεν θέλουν να εκτεθούν: ιστορικοί τέχνης, συντηρητές, γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές, θεωρητικοί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι αλληλοδιαπλέκονται, ανταλλάσσουν πληροφορίες, ξέρουν πρόσωπα και πράγματα, αλλά επιλέγουν να σιωπήσουν. Το χειρότερο; Ανθρωποι που πολέμησαν –υποτίθεται– τα πλαστά, συναναστράφηκαν και αυτοί με τα μέλη των κυκλωμάτων. Συνεπώς, ποιον να εμπιστευτείς;
55χρονος συντηρητής ειδικός στις αντιγραφές
Σύμφωνα με τις πηγές της «Κ», το εν λόγω κύκλωμα συνεργαζόταν με 4-5 πλαστογράφους που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα, επιλέγοντας τα καλύτερά τους έργα. Ο πιο σταθερός συνεργάτης τους είναι ένας ειδικός στην αντιγραφή του Παρθένη, του Παπαλουκά και του Μαλέα.
Είναι 55 χρόνων περίπου και συστήνεται ως συντηρητής. Ευφυής, συμπαθής και γνώστης πολλών μυστικών των Ελλήνων ζωγράφων, ζωγράφιζε θέματα που έθελγαν τους αγοραστές. Συνήθως το αντίτιμο των πλαστών πινάκων ανήρχετο σε 10.000 ευρώ, αν και η τιμή διέφερε ανάλογα με το πόνημα.
Δεν έβαζε υπογραφές στα πλαστά έργα που πωλούσε. Αυτός ζωγράφιζε κατ’ απομίμηση της καλλιτεχνικής γραφής του συγκεκριμένου ζωγράφου (π.χ. του Παρθένη) και η υπογραφή έμπαινε αργότερα, από τον αγοραστή έμπορο, κατά παραγγελία του οποίου είχε γίνει η απομίμηση. Αν σκεφτεί κανείς ότι ορισμένα έργα του έφταναν να πωλούνται κοντά στο εκατομμύριο, αντιλαμβάνεται πόσο ήταν το καθαρό κέρδος των απατεώνων.
Κεντρικό ρόλο στο κύκλωμα έπαιζε γνωστός επαγγελματίας του χώρου, ο οποίος είχε καλό «μάτι» και διάλεγε τα έργα που θα μπορούσαν να περάσουν σε ιδιώτες και στις δημοπρασίες σαν αυθεντικά. Το όνομά του είχε εμπλακεί σε τουλάχιστον επτά υποθέσεις πλαστών, όμως οι εξαπατηθέντες αγοραστές κινήθηκαν εξωδικαστικά και κατάφεραν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω, χωρίς να φτάσει το θέμα στη δικαιοσύνη και να δημοσιοποιηθεί.
Η στρατηγική
Γνώστης της στρατηγικής του κυκλώματος αναφέρει στην «Κ»: «Μόλις γινόταν η διαλογή των πλαστών, ο εν λόγω έμπορος και οι συνεργάτες του που διακινούσαν και αυθεντικά έργα τέχνης, πλησίαζαν τους εκπροσώπους των δημοπρατικών οίκων, προτείνοντάς τους “πακέτα” με πολλά αληθινά και κάποια πλαστά έργα τέχνης. Για πολλά χρόνια υπήρξαν οι κύριοι “αιμοδότες” των δημοπρασιών, παρέχοντας ως και το 50% των έργων που έβγαιναν στο σφυρί σε κάθε Greek Sale.
Εδώ δημιουργείται το ερώτημα αν οι άνθρωποι των οίκων γνώριζαν ότι συμπεριελάμβαναν στα προς πώληση έργα, κάποια που δεν ήταν σωστά. Το βέβαιον είναι ότι τα μέλη του κυκλώματος είχαν καταφέρει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Στις δημοπρασίες του Λονδίνου έδιναν σταθερό παρόν και αποτελούσαν προνομιακούς συνομιλητές με τους υπευθύνους των οίκων και τους συλλέκτες».
Ιστορικός τέχνης ο άνθρωπος-κλειδί που συμβούλευε τους αγοραστές
Η πηγή της «Κ» επιμένει ότι θέση-κλειδί είχε επιτήδειος ιστορικός τέχνης, τον οποίον εμπιστεύονταν διακεκριμένα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Η τεχνογνωσία του και η εμπειρία της διαδικασίας της δημοπρασίας βοήθησαν τα μέλη του κυκλώματος να βγάζουν ακόμα περισσότερα χρήματα, ανεβάζοντας τις τιμές έργων που πουλούσαν με συντονισμένα «χτυπήματα» μέσα στην αίθουσα.
Σε άλλες περιπτώσεις ήταν ταυτόχρονα πωλητές αλλά και αγοραστές των ίδιων έργων για πελάτες τους. Επίσης, η ίδια πηγή αναφέρει ότι στην εν λόγω ομάδα συμμετείχαν και άλλοι ευυπόληπτοι πολίτες υπεράνω υποψίας, που είχαν πρόσβαση σε εύπορα κοινωνικά στρώματα μέσα από εταιρείες περί τα χρηματοοικονομικά, δικηγορικά γραφεία και υψηλές θέσεις. Αυτοί δεν ασχολούνταν τόσο με τις δημοπρασίες όσο με το κυνήγι ιδιωτικών πωλήσεων. Εντόπιζαν τους πελάτες και χρησιμοποιούσαν την κοινωνική τους επιφάνεια για να τους πουλήσουν έργα.
Ολοι εργάζονταν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι που δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη, καθώς για κάθε αγοραστή υπήρχε και ο κατάλληλος «πωλητής», ανάλογα με την κοινωνική θέση και τον επαγγελματικό κλάδο.
Το κύκλωμα φρόντιζε να καλύπτει τα νώτα του βρίσκοντας άτομα τα οποία είτε επ’ αμοιβή είτε από καλοπιστία έδιναν πιστοποιητικά γνησιότητας, ενώ χρησιμοποιούσε και τρίτους για τη «δημιουργία» της προέλευσης των έργων.
Ετσι τα πλαστογραφημένα «προικίζονταν» με κάποια χαρτιά για να μπορούν να βγουν στην αγορά. Αλλωστε οι οίκοι δηλώνουν στους όρους τους ότι πωλούν τα έργα με την πεποίθηση ότι είναι αυθεντικά έχοντας εξαντλήσει διάφορους ελέγχους.
Ομως οι εξελιγμένες τεχνικές των πλαστογράφων (που είναι συχνά εξαιρετικοί ζωγράφοι) κάνουν το έργο των ειδικών δύσκολο. Παράλληλα, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 2000, η ζήτηση για έργα δυνατών υπογραφών ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά και οι αγοραστές ενδιαφέρονταν για την απόκτηση και όχι για τη διακρίβωση της αυθεντικότητας.
Αν όμως το σκεφτεί κανείς λογικά, ούτε όλοι οι Ελληνες ζωγράφοι θα μπορούσαν να έχουν παραγάγει τόσα πολλά και ταυτόχρονα τόσο αξιόλογα έργα, ούτε είναι δυνατόν κάθε τόσο να ανακαλύπτονται άγνωστοι θησαυροί σε συλλογές στην άλλη άκρη του κόσμου, όπως ακούγαμε συχνά εκείνα τα χρόνια. Οι αγοραστές των πλαστών έργων σπάνια ήταν έμπειροι συλλέκτες. Συνήθως ανήκαν στην κατηγορία των ανθρώπων που ήθελαν να «πατινάρουν» την περιουσία τους με τη φινέτσα της τέχνης.
Σε πολλά αθηναϊκά σπίτια κρέμονται πίνακες που είναι εξόφθαλμα πλαστοί αλλά κανείς δεν τολμά να το πει στον ιδιοκτήτη. Σε μια περίπτωση που κάποιος επισκέπτης είχε το θράσος να το επισημάνει, ο αγοραστής ατάραχος δήλωσε: «Τουλάχιστον τα δικά μας πλαστά είναι από τον οίκο τάδε»!
Είναι κοινό μυστικό: όσοι αντιλαμβάνονται ότι έχουν πέσει θύματα απάτης δεν έχουν καμιά διάθεση ούτε να το κοινοποιήσουν ούτε να ζητήσουν τα χρήματά τους.
Ο εφοπλιστής Διαμαντής Διαμαντίδης είναι εξαίρεση στον κανόνα, επειδή είχε το θάρρος να δημοσιοποιήσει την πεποίθησή του ότι του πούλησαν πλαστά έργα, και έτσι η υπόθεσή του πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Οι υπόλοιποι όμως προτιμούν να ζουν με το ένοχο μυστικό, σαν να έχουν περάσει μια μεταδοτική ασθένεια που ντρέπονται να αποκαλύψουν σε τρίτους. Αυτή η ομερτά βοήθησε τους επιτήδειους να επιπλέουν για πολλά χρόνια.
Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που έφτασαν στη Δικαιοσύνη, ενώ πριν από λίγα χρόνια γνωστή ιστορικός τέχνης δέχθηκε αγωγή επειδή δήλωσε σε υποψήφιο αγοραστή ότι -κατά την εκτίμησή της- το έργο ήταν πλαστό. Ο ιδιοκτήτης του έργου με αγωγή τής ζητούσε δυσθεώρητη αποζημίωση και εκείνη έτρεχε για χρόνια στα δικαστήρια, στο τέλος όμως δικαιώθηκε. Αλίμονο αν οι ιστορικοί της τέχνης δεν έχουν το δικαίωμα να αποφανθούν υπέρ ή κατά της αυθεντικότητας ενός έργου.
Εδώ θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν υπάρχουν στην Ελλάδα θεσμοί που να προστατεύουν την πολιτιστική μας κληρονομιά και τους υποψήφιους αγοραστές.
Δυστυχώς οι πιστοποιημένοι κατάλογοι (catalogues raisonnes) έργων Ελλήνων καλλιτεχνών, που είναι πολύτιμο εργαλείο, είναι ελάχιστοι, οι ιστορικοί τέχνης αποφεύγουν να λένε ανοιχτά τη γνώμη τους για ευνόητους λόγους, η Εθνική Πινακοθήκη καλείται να γνωμοδοτήσει μόνον αν της ζητηθεί από δημόσια αρχή, οι ειδήμονες στο έργο των καλλιτεχνών είναι μετρημένοι. Ολα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι αγοραστές των έργων τέχνης πρέπει να σηκώσουν μόνοι το βάρος της απόδειξης της αυθεντικότητας των ήδη αγορασμένων και δη ακριβοπληρωμένων έργων τους, με τη συνδρομή έμπιστων και έγκυρων ειδικών: των έγκριτων ιστορικών τέχνης και των επιστημονικά καταρτισμένων συντηρητών.
Ας ελπίσουμε ότι η υπόθεση Διαμαντίδη δεν θα είναι η τελευταία που καταλήγει στη Δικαιοσύνη. Είναι ο μόνος τρόπος να σπάσει το απόστημα που έχει μολύνει την ισχνή ζωγραφική μας κληρονομιά. Η κρίση έφερε αυτοκριτική και αυτογνωσία, έσκασε φούσκες, αποκάλυψε εσμούς. Μπορεί ορισμένα κυκλώματα να έχουν ήδη κάνει ταμείο, όμως δεν είναι ποτέ αργά για τα μέλη τους να λογοδοτήσουν. Για να προχωρήσει όμως η έρευνα, θα πρέπει η Δικαιοσύνη να συνεργαστεί με το ΣΔΟΕ, καθώς το εμπόριο τέχνης είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
No comments:
Post a Comment