Τα ζωγραφικά έργα λειτουργούν ως θραύσματα. Πολλά μοιάζουν με σφιχτά περικομμένες λεπτομέρειες ενός πολύ πιο εκτεταμένου σχηματισμού. Τα αντικείμενα είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην νοείται καμία περαιτέρω αλλαγή. Χαρακτηρίζονται από ακινησία, καταπιεστική σιωπή, αδιαπερατότητα (ακόμα και εάν απεικονίζεται ένας χώρος που μοιάζει με θεατρική σκηνή) και απόσταση (όσο κοντά κι αν βρίσκεται ένα αντικείμενο). Η συνοχή τους επιβάλλεται από την πίεση που μας δημιουργούν τα ζωγραφικά μέσα και ενισχύεται περαιτέρω από αποσπάσματα θεατρικών σκηνικών μπαρόκ πάθους. Η συνάντησή τους προκύπτει από την εξωτερική παρέμβαση. Δεν φαίνεται να είναι κομμάτια της ίδιας ιστορίας. Η σύνδεσή τους μάλλον τους επιβάλλεται από έξω και εκ των υστέρων. Παρόλα αυτά, όσο μη αναστρέψιμος κι αν μοιάζει αυτός ο δεσμός, παραμένει επισφαλής. Το τρισδιάστατα ζωγραφισμένο χέρι ενός παιδιού στηρίζεται σε μία εντελώς επίπεδη περιοχή χρώματος που παραπέμπει σε ανθρώπινη πλάτη. Η προβολή μιας ασπρόμαυρης εικόνας στον τοίχο συγκρούεται με ένα ζωντανό κόκκινο κυματιστό κάλυμμα κρεβατιού. Τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, λάμπωντας αδύναμα μέσα στο σκοτάδι, αψηφούν τη συμφιλίωση με τη λαμπερά φωτισμένη πλάτη ενός καναπέ. Διαχωριζόμενα αμοιβαία το ένα από το άλλο, τα αντικείμενα είναι το πρόσχημα για την εισαγωγή περιγραμμάτων, τομών και αιχμηρών άκρων που παρεμβαίνουν σε κάθε σκηνή.
Η ζωγραφική βία επιβάλλει στιγμιαία συνεκτικές εικόνες μιας πραγματικότητας που έχει ήδη διαλυθεί σε ελεύθερα επιπλέοντα σωματίδια. Ιδωμένα συνολικά, τα ζωγραφικά έργα στο Περιστατικό εκθέτουν ένα αποκαλυπτικό όραμα. Το φως που διαμορφώνει τα σώματα και φωτίζει τους χώρους είναι το φως ενός μακρινού, ήδη από καιρό σβησμένου άστρου.
Ulrich Loock, Κριτικός Τέχνης και Επιμελητής Εκθέσεων